Η πόρτα θα κλείσει με δύναμη κι ένα μακρόσυρτο «άντε μου στο διάολο» θα βγει από μέσα σου, προσφέροντάς σου μια γλυκιά ανακούφιση, μια αίσθηση πως ξελάφρωσες, πως μαζί με το σιχτίρι έφυγε κι ένα τεράστιο βάρος από πάνω σου. Και πίσω απ’ την κλειστή πόρτα, που άφησες πίσω σου, όμως, θα ακουστεί μια εξίσου υπέροχη βρισιά η οποία θα φέρει κι αυτή μια μεγάλη ανάσα.
Κάποιες ώρες μετά η ατμόσφαιρα στο σπίτι δε θα θυμίζει σε τίποτα το Κόσοβο που επικρατούσε λίγες στιγμές πριν. Θα κάθεστε αγκαλιά και θα τρώτε τη λαχταριστή σας πίτσα παρακολουθώντας ακόμη ένα επεισόδιο απ’ τη σειρά που πρόσφατα ανακαλύψατε και κολλήσατε.
Ναι, υπάρχουν κι αυτοί οι τσακωμοί, που μοιάζουν με πυροτεχνήματα. Εκείνες οι έντονες λογομαχίες που βγάζεις όλο σου το θυμό και τον χειρότερό σου εαυτό, ξεχνώντας για λίγο τους καλούς τρόπους με τους οποίους σε μεγάλωσαν οι γονείς σου. Νευριάζεις με κάτι που έχει συμβεί ή με κάτι που έχει κάνει ο σύντροφός σου κι η υπομονή σου εξαντλείται σε σημείο να μην μπορείς να ελέγξεις το στόμα σου και το λεξιλόγιό σου.
Όσα πεις δε θα μείνουν αναπάντητα. Εφόσον το αρχίσεις εσύ, παίρνει σειρά κι ο άλλος, διότι ό,τι σπείρεις θα θερίσεις. Βωμολοχίες, μπινελίκια και συλλαβές ακατάληπτες παίρνουν τη θέση των μέχρι πρότινος γλυκόλογων που ανταλλάσσατε και τασάκια, που εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση, αντικαθιστούν τα φιλιά και τις αγκαλιές που δίνατε ο ένας στον άλλον κάποια λεπτά πριν.
Ίσως στη μέση του καβγά να σταματήσετε για κάποια δευτερόλεπτα, να κοιταχτείτε και να ξεσπάσετε σε γέλια. Ίσως πάλι να καταλήξετε ο ένας σπίτι κι άλλος σε χαλαρή βόλτα ηρεμίας και περισυλλογής. Το μόνο σίγουρο είναι πως αυτό το χρειαζόσασταν. Αυτή την αδρεναλίνη που σου δίνουν αυτοί οι τσακωμοί με τα ατελείωτα μπινελίκια τη ζητάς πού και πού, για να ξεσπάς και να αδειάζεις, να μη θάβεις τίποτα, να μην κρύβεις νεύρα και προβλήματα κάτω απ’ το χαλί.
Ξεδίνεις λίγο, βγάζεις την πίεση κι ίσως πεις κι όλα εκείνα τα πράγματα που μπορεί να κρατούσες μέσα σου καιρό και δε σου είχε δοθεί η ευκαιρία να τα εξωτερικεύσεις. Κάνεις τα παράπονά σου για εκείνη τη βερμούδα που ήταν δυο ολόκληρες εβδομάδες στα άπλυτα ή για εκείνη την επέτειο που ξέχασε πριν δυο χρόνια. Ό,τι κι αν πείτε, όλα καταλήγουν στη μαγική λέξη. «Μα τι μαλάκας είμαι» ή αντίστοιχα «Είσαι και πολύ μαλάκας», η οποία κουμπώνει παντού κι ακούγεται τόσο ωραία και λυτρωτικά στα αφτιά σου την προκειμένη στιγμή.
Γιατί αν δε μαλώσεις και για κάτι που έγινε την εποχή των δεινοσαύρων, τι σχέση έχετε, άλλωστε; Και φυσικά, όσο πιο παλιός κι ανούσιος ο λόγος του τσακωμού, τόσο μεγαλύτερο το μπινελίκι. Είναι να μη γίνει η αρχή. Μια αρχή η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων θα καταλήξει στο κρεβάτι, ώστε να εκτονωθεί εκεί όλη η ένταση που προηγήθηκε. Στη χειρότερη, θα έχετε εξουθενωθεί απ’ τον καβγά κι απλά θα πέσετε με τα μούτρα στο φαγητό.
Αφού ξεσπάσει η μπόρα, εννοείται πως δε θυμάστε καν τον λόγο που σας οδήγησε σε αυτή την απερίγραπτη αμοιβαία γαϊδουριά. Το ρεπερτόριο αλλάζει. Ήρεμα βλέμματα και συγγνώμες. Αυτή είναι κι η ουσία, άλλωστε. Να τσακωθείτε μέχρι τελικής πτώσεως και μετά να προσπαθείτε να θυμηθείτε πώς ξεκίνησε ο καβγάς. Βριστείτε άφοβα, λοιπόν, χωρίς ακρότητες πάντα, έτσι για την αλητεία, το τζέρτζελο και την ανανέωση!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη