«Πώς γίνεται εσείς οι δυο να είστε ένα;» Δυο σώματα παράλληλα μέσα σε αυτό το σύμπαν, που ο έρωτας παίζοντας ένα περίεργο και όμορφο παιχνίδι τα ένωσε. Αυτό γίναμε, αυτό ήμασταν από πάντα.

Πώς να εκφράσω αυτόν τον αταίριαστο έρωτα. Ήσουν πάντα στη λίστα με τους «εγώ με αυτό το άτομο ποτέ». Δεν ταίριαζαν τα θέλω  μας, οι αξίες μας, ο κύκλος μας. Αταίριαστοι σε όλα μας. Κι όμως όλα φάνηκαν ασήμαντα όταν σε γνώρισα. Οφθαλμαπάτες κι όνειρα. Οι σημαντικές μας διαφορές δεν υπήρχαν πλέον, ως δια μαγείας. Δεν έβλεπα κάτι διαφορετικό. Το έχει αυτό το συναίσθημα, σου στερεί όραση, αφή, γεύση, σου αφήνει μόνο τη θέληση να το ζήσεις όλο και πιο πολύ, όλο και πιο δυνατά, σαν να είναι το μοναδικό πράγμα που σου προκαλεί την οποιαδήποτε ένταση.

Σου το λένε και δεν το πιστεύεις μέχρι να έρθει η στιγμή σου. Έτσι έγινε και με εμένα. Η ζωή που ζούσες, τα πράγματα που έκανες, οι συνήθειές σου, όλα αντίθετα από μένα. Ο τρόπος που διαχειριζόσουν το τυχαίο, ο χαρακτήρας σου, η καθημερινότητά σου. Όλα αντίθετα και κρατούσα μια σιγουριά γι’ αυτό.

Εγώ τα είχα όλα σε πρόγραμμα. Είχα στόχους που δεν είχαν θέση στη δική σου ζωή. Και μετά σε γνώρισα. Και ταρακουνήθηκα από τη σιγουριά και την ασφάλειά μου. Και μου άρεσε. Η ζωή μου έγινε περιπέτεια, απέκτησε ξαφνικά το νόημα που της έλειπε. Η καθημερινότητα δεν ήταν ποτέ στάνταρ. Κι αυτό ήταν το καλύτερο κομμάτι. Σε ερωτεύτηκα τρελά και σε εμπιστευόμουν τυφλά. Αφέθηκα να μηδενίσω, να αρχίσω να κινούμαι γύρω από μια τροχιά που δεν ήξερα καν ότι μπορεί να υφίσταται.

Τον αγάπησα αυτό τον κόσμο, αυτό τον τρόπο ζωής. Αγάπησα πολύ κι εσένα και δε με ένοιαζε τι λέει ο καθένας, όποιος κι αν ήταν αυτός. Το μόνο που με ένοιαζε ήταν να περνάω τις μέρες μου μαζί σου. Στη δική σου πραγματικότητα. Άλλωστε, με σύστησες στην τρέλα, αυτήν τη γοητευτική κυρία που φοβόμουν, ενώ αντίθετα θα έπρεπε, ή μάλλον, θα άξιζε, να γνωρίσω καλύτερα. Κι εσύ μου είπες να κάτσω, να πιω έναν καφέ μαζί της, να ακούσω αυτά που έχει να μου πει.

Ώρες ώρες σκέφτομαι πως ίσως γι’ αυτό να σε ερωτεύτηκα. Επειδή ήσουν το κάτι διαφορετικό. Ακόμα το ψάχνω μέσα μου ξέρεις. Δεν ξέρω απόλυτα τι ήταν αυτό που με οδήγησε σε εσένα. Τι ήταν αυτό που με έκανε να πατήσω αξίες και απόψεις τις οποίες μέχρι πρότινος ενστερνιζόμουν.

Και μπήκα τόσο πολύ μέσα στον κόσμο σου, στα θέλω σου που κάποια στιγμή νόμιζα πως ήταν και δικά μου. Μπερδεύτηκα. Αποπροσανατολίστηκα. Έχασα το στόχο μου. Έζησα τη ζωή σου σαν να ήταν δική μου. Άφησα όνειρα χρόνων πίσω και νόμιζα πως ζούσα τη ζωή που μου άρμοζε. Κάπου χάθηκα, το έχασα, κόντεψα να χάσω κι εμένα μαζί. Μπέρδεψα καταστάσεις. Μπέρδεψα τον έρωτα που σου είχα με τη ζωή που ζούσες. Δε μου άρμοζε, δεν ήταν για εμένα.

Αλλά ο έρωτας; Τι γίνεται με τον έρωτα; Πώς βάζει δυο ανθρώπους τελείως διαφορετικούς να γίνονται ένα. Σαν να ήταν ο ένας κομμάτι του άλλου. Και το για πόσο, κανένας διάολος ούτε θεός ποτέ δεν κατάφερε να το ορίσει. Για όσο, ίσως να είναι η απάντηση. Κι υπάρχουν θεωρίες για ετερώνυμα που έλκονται αλλά στην πραγματική ζωή κι όχι σε κάποιο μυθιστόρημα, πόσο εφικτό είναι αυτό άραγε; Να ζήσεις μια ζωή με κάποιον που ακόμα και η καλημέρα σας έχει διαφορετική σημασία. Δύσκολο. Αλλά για τα δύσκολα είναι οι άνθρωποι. Για όσο, λοιπόν.

 

 

Συντάκτης: Χριστίνα Βακαλούμη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου