«Η θάλασσα είναι η μόνη μου αγάπη. Γιατί έχει την όψη του ιδανικού. Και τ’ όνομά της είναι ένα θαυμαστικό» έγραψε κάποτε ο Κ. Καρυωτάκης και πολλοί ταυτιστήκαμε με την άποψή του. Ειδικά όσοι έχουμε μεγαλώσει σε νησιά κι η θάλασσα «στάθηκε» δίπλα μας σε χαρές και σε δυσκολίες. Πολλοί έχουν γράψει, έχουν τραγουδήσει για τη θάλασσα και τι σημαίνει γι’ αυτούς. Αποτελεί πηγή έμπνευσης για διάφορους καλλιτέχνες, ιδιαίτερα ποιητές. Ακόμα, οι αρχαίοι Έλληνες την είχαν θεοποιήσει και τη θεωρούσαν κόρη της Γαίας και μητέρα της Αφροδίτης. Ίσως εκεί να οφείλεται και το ρομαντικό στοιχείο που εκφράζει.
Όσοι καταγόμαστε ή έχουμε μεγαλώσει σε νησιά είχαμε την τύχη, συμπεριλαμβανομένης κι εμού, να γνωρίζουμε τι σημαίνει να ξυπνάς και να αντικρίζεις το μπλε της θάλασσας, ανεξάρτητα από την εποχή. Δε χρειάζεται να περιμένουμε το καλοκαίρι, ώστε να πάμε σε κάποιο νησί και να απολαύσουμε τη θάλασσα, γιατί πολύ απλά είναι δίπλα μας δώδεκα μήνες το χρόνο. Μεγαλώσαμε δίπλα της κι έχουμε παρατηρήσει όλες τις εναλλαγές των χρωμάτων της. Το χειμώνα να παίρνει ένα πράσινο χρώμα και να μετατρέπεται σε ανοιχτό και σκούρο μπλε προς την άνοιξη και το καλοκαιράκι. Την έχουμε δει να αγριεύει και να ηρεμεί μετά από μια δυνατή βροχή. Είναι όπως και με τα συναισθήματα μας. Άλλοτε νιώθουμε γαλήνια, όμορφα κι άλλοτε είμαστε θυμωμένοι, στεναχωρημένοι. Πόσοι δεν έχουμε πάρει το αμάξι μέσα στη νύχτα, να πάμε μια βόλτα να σκεφτούμε και να έχουμε οδηγηθεί σε ένα σημείο του νησιού που έχεις όλη τη θάλασσα στα πόδια σου. Να ακούς μουσική και να βλέπεις ν’ αντικατοπτρίζεται το φεγγάρι στη θάλασσα και να δημιουργείται ένας φωτεινός δρόμος που δεν έχει τέλος ή αρχή. Περιμένοντας να εμφανιστεί ένα σημάδι ίσως. Η πολυπόθητη λύση στα προβλήματά μας.
Πολλές φορές θα έχουμε αναρωτηθεί αν τελικά η θάλασσα αντικατοπτρίζει τα συναισθήματά μας ή απλώς τυχαίνει να συμπίπτουν. Δε νομίζω να έχει κάποιος την απάντηση. Δεν είναι τυχαίο όμως, πως όλοι με την πρώτη ευκαιρία θα τρέξουμε να βρεθούμε κοντά της μετά από μια δύσκολη καθημερινότητα. Ακόμη κι αν δε ζούμε σε νησί πια, αλλά σε μια πόλη, μια μέρα να έχουμε ελεύθερη από το πρόγραμμά μας, θα μαζευτούμε με την παρέα μας και θα κάνουμε ένα μικρό οδοιπορικό σε κάποια παραλιακή περιοχή. Για να νιώσουμε ότι είμαστε στο νησάκι μας, στο σπίτι μας. Αυτή την ανάγκη την έχουν κυρίως όσοι έχουν μεγαλώσει σε κάποιο νησί, πλάι στη θάλασσα. Κάποιος που έχει μεγαλώσει σε μεγαλούπολη, δε θα έχει την ίδια κάψα, αφού τα βιώματά του είναι διαφορετικά· τη θάλασσα τη συνδυάζει με το καλοκαίρι μόνο λόγω άδειας από τη δουλειά, ώστε να κάνει τα καλοκαιρινά μπάνια.
Ενώ εμείς, όντας στο νησί, είχαμε τη θάλασσα συνέχεια στο οπτικό μας πεδίο- και πολλοί μας ζήλευαν. Μεγαλώνοντας και φεύγοντας από το νησί για σπουδές ή για επαγγελματικούς λόγους, οι περισσότεροι θα έχουμε γνωρίσει ανθρώπους που θα μας λέγανε «Ωραία θα είναι να έχεις τη θάλασσα κοντά σου!» ή «Πώς είναι να ζεις σε νησί χειμώνα καλοκαίρι;». Κι εμείς απλώς αναπολούσαμε την παιδική μας ηλικία, όταν οι γονείς μας μάς πήγαιναν βόλτα στη θάλασσα, να παίξουμε με την άμμο, να βρέξουμε τα πόδια μας την πρώτη μέρα της άνοιξης. Όλα αυτά χαράζονται στη μνήμη μας και στον ψυχικό μας κόσμο, οπότε μεγαλώνοντας, αναζητάμε αυτή την ανάλαφρη μορφή μας. Το μέρος όπου νιώθουμε και πάλι παιδιά.
Πέρα από την ανεμελιά, ήταν κι άλλες στιγμές, που ψάχναμε κάπου να κρυφτούμε από τη ζωή και να σταματήσει ο χρόνος. Πόσα βράδια δεν έχουμε ξοδέψει καθισμένοι σε ένα μπαλκόνι, με ένα ποτήρι κρασί κι ένα τσιγάρο, να χαζεύουμε την απεραντοσύνη της θάλασσας. Να μιλάμε μαζί της, να της εκμυστηρευόμαστε τα όνειρά μας σαν να περιμένουμε μια απάντηση. Πόσοι νιώθουμε ότι είναι η μόνη που μας καταλαβαίνει και με έναν μοναδικό τρόπο μας ηρεμεί, μάς δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε να παλεύουμε στη ζωή μας και να ελπίζουμε για ένα καλύτερο μέλλον. Το να ακούς τα κύματα να σκάνε στα βράχια πάνω, ή απλώς τον ήχο της θάλασσας, είναι καθαρά λυτρωτικό και σε χαλαρώνει -συναισθηματικά κυρίως- κι έπειτα σωματικά. Καταφέρνει ν’ αδειάσει το μυαλό μας από τις υποχρεώσεις μας- ο μόνος σύμμαχός μας, η θάλασσα. Μπορούμε να καθόμαστε ώρες στην άμμο, σε μια ξαπλώστρα, στο αμάξι ή σε ένα παγκάκι κοντά στην παραλία και να τη χαζεύουμε, όσο θα διαδραματίζεται ένας σιωπηλός διάλογος μεταξύ μας.
Η θάλασσα δεν αποτελεί μόνο σημάδι ξεγνοιασιάς και καλοπέρασης για ένα δεκαπενθήμερο τον Αύγουστο, όπου όλοι παίρνουμε τις άδειές μας και πάμε διακοπές σε ένα νησί. Γι’ αυτούς που κατάγονται από εκεί είναι η ψυχή τους, αφού έχουν ζήσει τις περισσότερες στιγμές της ζωής τους πλάι της. Είναι το μέσο για την πνευματική μας ηρεμία και την ψυχική μας υγεία. Η κάθαρση που εν τέλει θα έρθει για να ξεκινήσουμε και πάλι να ονειρευόμαστε, δίνοντας υπόσχεση στον εαυτό μας ότι θα τα καταφέρουμε. Κι αυτή σαν να το καταλαβαίνει, ηρεμεί και τα νερά της καθαρίζουν.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου