Για ακόμη μια φορά το μυαλό μου ταξιδεύει σε άλλους χρόνους. Βλέπεις, εμάς τους πληγωμένους το τέλος της ημέρας μας βρίσκει αγκαλιά με αναμνήσεις, μπροστά σε μια τηλεόραση, έναν κήπο, έναν τοίχο, δεν έχει και πολλή σημασία. Έτσι κι αλλιώς η σκέψη μας δεν είναι πραγματικά εκεί.
Η νοσταλγία δεν την αφήνει κι όσο η νύχτα περνά, αυτή χώνεται όλο και πιο βαθιά σε μέρη του μυαλού απρόσιτα, σκοτεινά και ξεχασμένα, αναγκάζοντάς την να πάει πίσω στην πιο όμορφη στιγμή, στη στιγμή της γνωριμίας και του χωρισμού παράλληλα. Κι αφού τελειώσει την κλασική της περιήγηση στις αναμνήσεις, αχόρταγη η σκέψη θα φτιάξει το δικό της τέλος, έτσι όπως θα ήθελε αυτή να έχουν γίνει όλα.
Θυμάμαι την αγνότητα των ματιών σου, την ξεχώρισα αμέσως. Δε μου ήταν δύσκολο. Είναι χάρισμα των πληγωμένων αυτό, να διακρίνουν μια καθαρή ψυχή στο πλήθος και να δένονται μαζί της μέχρι να πληγωθούν. Από τότε πέρασε καιρός. Προχώρησες, έφτιαξες τη ζωή σου. Κι εγώ; Εγώ ακόμα εδώ. Στάσιμη, μόνη.
Χαμένες ευκαιρίες, χαμένη ζωή, χαμένα όνειρα. Γιατί; Για να περιμένω ένα αύριο μαζί σου. Ένα αύριο που δε θα έρθει ποτέ, γιατί εσύ έφτιαξες το δικό σου αύριο και σε αυτό δεν ανήκουν ούτε τα φιλιά μας, ούτε οι αγκαλιές μας, ούτε οι νύχτες μας, ούτε τα γέλια μας και κυρίως δεν ανήκω εγώ. Και προσπάθησα να χωρέσω στη ζωή σου, αλλά στην προσπάθειά μου να ταιριάξω σ’ αυτήν έχασα τον ίδιο μου τον εαυτό. Έγινα όσα κορόιδευα, όσα ποτέ δεν ήθελα να τους μοιάσω.
Γιατί κάνω έτσι; Έξαλλου, τι ήμουν για σένα; Μια νύχτα, μια συντροφιά στις μοναξιές, ένα ξημέρωμα και τίποτα παραπάνω. Τι ήσουν για μένα; Μια νύχτα που δεν ήθελα να τελειώσει, μια συντροφιά που ήθελα να μείνει για πάντα κι ένα ξημέρωμα που δε θα ξεχάσω. Θέλεις να σου πω τι έγινες τώρα; Ένα απωθημένο που δεν πρόλαβα να ζήσω, μια σκέψη, μια κραυγή, ένας λυγμός που με πνίγει κι απεγνωσμένα ζητά διέξοδο, ένα τσιγάρο τη νύχτα στο μπαλκόνι, ένα τραγούδι που καταλήγει σε κλάματα, ένα μήνυμα που δεν απαντήθηκε, μια ανάμνηση…
Πονάει να μη θυμάμαι τη μυρωδιά σου, το άγγιγμά σου πάνω μου. Μα πιο πολύ πονάει αυτό το γλυκό βλέμμα, που τώρα χάθηκε και τη θέση του έχει πάρει ένα παγωμένο κοίταγμα, αδιάφορο, χωρίς φλόγα.
Εκείνο δε με αφήνει να προχωρήσω, κάνοντάς με συνεχώς να αναρωτιέμαι σε τι έφταιξα για να το αξίζω. Μα, μωρό μου, ξέρω σε τι έφταιξα. Δεν άρπαξα την ευκαιρία, δε δόθηκα ολοκληρωτικά, δεν άφησα τον εαυτό μου ελεύθερο, φοβήθηκα το άγνωστό σου και κάπου εκεί δείλιασα, ξέροντας ότι θα σε αγαπήσω χωρίς να είμαστε καν μαζί.
Εγώ σε άφησα να φύγεις έτσι απλά για μια άλλη ζωή. Μη με παρεξηγείς, είναι δύσκολο για τους ήδη πληγωμένους να αφεθούν και θέλει κότσια για να το ξανακάνουν. Βλέπουν τον πόνο παντού και μια ανασφάλεια τους διακατέχει σε κάθε τους βήμα.
Μα τώρα θα ζήσω το όνειρο μόνη μου, ελεύθερη κι όχι πληγωμένη. Δε θέλω άλλο να σκέφτομαι, κουράστηκα. Θα ξαναγράψω την ιστορία μας απ’ την αρχή και θα την κάνω όπως θέλω εγώ. Άσε με να σε ερωτευτώ και πάλι μέσα στο μυαλό μου. Σε έναν κόσμο που εγώ κι εσύ σαν δυο ελεύθεροι άνθρωποι ερωτεύτηκαν κι αγαπήθηκαν δυνατά, χωρίς όρια.
Τόσο απλό κι όμορφο έπρεπε να ήταν το στόρι μας κι εμείς διαλέξαμε τα περίπλοκα, μπλέξαμε τρίτους που δεν έπρεπε, με φαύλους κύκλους, καταλήγοντας μέσα σε ζωές που δε μας γεμίζουν, απλά και μόνο για να κάνουμε αυτό που «έπρεπε». Αυτό που η κοινωνία προστάζει κι όχι αυτό που λέει η καρδιά μας.
Γι’ αυτό σου λέω, άσε με στο παιχνίδι της σκέψης μου και στο παραμύθι που αυτή έπλασε για μένα. Είμαι ασφαλής εκεί. Δεν κλαίω, δεν πονάω, δεν έχεις άλλη ζωή. Είσαι εκεί, δικός μου, με κοιτάς, με πειράζεις, με φιλάς, με αγκαλιάζεις, γελάς κι επιτέλους είμαι εγώ η αιτία.
Δεν κάνω συγκρίσεις, δεν ψάχνω διεξόδους και λίγες στιγμές χαράς απλά για να ξεχαστώ. Είμαι χαρούμενη, όχι πληγωμένη. Ξέρω ότι από εδώ δε θα φύγεις γιατί είναι δική μου η σκέψη και δική μου η καρδιά. Βλέπεις, εσύ είσαι ο πρωταγωνιστής σε όλα τα έργα του μυαλού μου κ η αυλαία δε λέει να πέσει μέχρι το ξημέρωμα.
Όσο για σένα, μπορείς να συνεχίσεις κάπου εκεί έξω, να πας τη βόλτα σου με την εντυπωσιακή σου μηχανή, να γελάσεις με την παρέα σου όπως παλιά και το πρωί αμέριμνος να γυρίσεις στη ζωή που επέλεξες. Μα εμένα άσε με κάθε βράδυ να ταξιδεύω τη σκέψη μου στη μορφή σου. Έξαλλου, είναι το μόνο που μου απέμεινε από σένα -ή μήπως θα ξανάρθεις;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη