Αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητάς σου, άνθρωποι στη δουλειά σου, στην παρέα σου ακόμη και μέλη της οικογένειάς σου. Βέβαια, αυτούς τους τελευταίους θα προτιμούσα να αποφύγω να τους συμπεριλάβω διότι όπως αντιλαμβάνεστε είναι ευαίσθητα τούτα τα εδάφη, θα επιλέξω λοιπόν να τα αφήσω ανέπαφα. Θα περιοριστώ στους «εξ αγχιστείας», που μας περιτριγυρίζουν και επιθυμούν να βυθιστούμε στο λήθαργο αλά μπρατσέτα.

Δεν έχω σκοπό να «τσουβαλοποίησω» ανθρώπους. Δε θα μιλήσω για ανώτερα πνευματικά όντα, ούτε για ανθρώπους με μέτρια νοημοσύνη, δεν πιστεύω πως υπάρχουν άλλωστε, είναι απλώς κάποιοι που φθονούν μια καλύτερη εκδοχή του τεμπέλικου εαυτού τους.

Θα μπορούσα να τους χαρακτηρίσω ανόητους, όμως δε θα το κάνω διότι δε θα έμπαινα καν στη διαδικασία να τους γνωρίσω περαιτέρω για να το εξακριβώσω. Την επιθυμία μου να τους γνωρίσω την είχαν και την έχασαν με την πλαδαρή τους χειραψία, από την πληθώρα θεμάτων που θέλησαν να αναπτύξουν για να εντυπωσιάσουν και εν τέλει απέτυχαν παταγωδώς και τέλος από τα μίζερα αστεία και τις κοινότυπες φράσεις τους.

Είναι αυτοί που, όπως έχει πει και ο Τολστόι, δε διαλέγουν μια άποψη, απλώς φοράνε οποιαδήποτε τυχαίνει να είναι στη μόδα. Η γνώμη τους δεν είναι αποτέλεσμα δικών τους σκέψεων αλλά υποκατάστατα, καθώς προέρχονται από συμπεράσματα άλλων. Είναι εκείνοι που δεν αποδοκιμάζουν τις προκαταλήψεις, τους βοηθάνε αντιθέτως να σχηματίσουν μια γνώμη χωρίς να έχουν εξετάσει όλα τα δεδομένα, γρήγορα και χωρίς πολλά πολλά. Είναι οι συντηρητικοί, μα και οι επαναστάτες όταν ασπάζονται γνώμες άλλων. Είναι αυτοί που όταν αμφιβάλλουν για κάτι ρωτάνε τη μαμά τους. Είναι αυτοί που μιλάνε γρήγορα, γιατί ξέρουν πως αν κάνουν διαφορετικά κανένας δε θα τους ακούσει.

Επίτρεψε μου να σου παρουσιάσω μια εικόνα. Κάθεσαι αμέριμνος και απολαμβάνεις το καφεδάκι σου με τρεις, τέσσερις φίλους συζητώντας χαλαρά, δε θα αναλύσεις και πως γίνεται η διάσπαση μορίων σε τεταρτημόρια με το espressάκι. Και ξάφνου, τον βλέπεις να έρχεται αεράτος, έτοιμος να σε κάνει να βαρεθείς τη μέρα σου μέσα σε πέντε λεπτά. Ξέρεις τι θα ακολουθήσει μα δε φεύγεις. Κάθεσαι όχι από περιέργεια, μα γιατί έτσι έμαθες, ίσως επειδή μένουν και οι υπόλοιποι.

Η παράσταση ξεκινά. Πολιτικά, κοινωνικά, ερωτικά, αθλητικά, παίζουν όλα στο τραπέζι, στο τέλος θα πει και τα ζώδια, μη φεύγεις. Οι φράσεις του ξεκινάνε με ένα εκκωφαντικό «εγώ» και τελειώνουν με ένα ανόητο αστείο που δεν καταλαβαίνεις, αλλά γελάς, μην τυχόν και μπει στη διαδικασία να το εξηγήσει, την έκατσες. Είναι η στιγμή που γίνεται αναγραμματισμός του «χα» σε «αχ» στο μυαλό σου και επικαλείσαι τον ύψιστο. Πριν το λυτρωτικό τέλος, δε θα διστάσει να απευθύνει το λόγο σε έναν ταπεινό ακροατή. Σε έναν, διότι δεν μπορεί να δεχτεί πολλές πληροφορίες ταυτόχρονα, καθότι τις ενστερνίζεται αμάσητες. Συνήθως επιλέγει όποιον κούνησε καταφατικά περισσότερες φορές το κεφάλι, για να συμφωνήσει με τον προλαλήσαντα.

Ερώτηση. Γιατί κάθεσαι καλέ μου και ακούς την κάθε μαλακία που έχει για βάση το άπειρο; Υπάρχει ελευθέρια λόγου δεν αντιλέγω, αρκεί να έχεις άποψη. Έμαθες να αναλώνεσαι, να ανέχεσαι κάποιον που δεν είσαι υποχρεωμένος και αυτό για να μην πάψεις να είσαι αρεστός. Διάλεξε. Μπρος γκρεμός και πίσω εσύ. Μεγαλειώδης η σιωπή σου και η ανεκτικότητά σου, μα στην προκειμένη ταυτίζονται με την αδιαφορία. Αδιαφορία ως προς το δικό σου εκκωφαντικό «εγώ». Αν δε σου αρέσει εκεί που είσαι, κουνήσου, δεν είσαι δέντρο. Μίλα, δεν πρωταγωνιστείς σε ταινία βουβού κινηματογράφου. Αν δε σου αρέσει μια κατάσταση και δεν μπορείς να την αλλάξεις, άλλαξε τον τρόπο που την αντιμετωπίζεις. Ό,τι δε σου αρέσει να το περιγελάς φωναχτά για να το εξουδετερώνεις.

Εσύ επιλέγεις την αναβλητικότητα και συνάμα την απραξία. Η στάση που κρατάς ενόσω αναβάλλεις είναι πιθανότατα η στάση που κρατάς γενικότερα σε ό,τι σε δυσαρεστεί. Η απραξία είναι ένα είδος αυτοκτονίας. Στην παρούσα φάση πρόκειται για μαζική αυτοκτονία των εγκεφαλικών σου κυττάρων. Αν δεν εκτιμάς κάτι, δεν το αξίζεις. Γιατί λοιπόν να αναλώνεσαι σε κάτι που δεν αξίζεις; Δε σου προτείνω να αντιδράσεις, να ανταποκριθείς σου προτείνω. Εμένα προσωπικά ό,τι δε με συναρπάζει με σκοτώνει, μα τουλάχιστον πριν με σκοτώσει φροντίζω να το έχω αφοπλίσει.

Το πρόβλημα είναι πως νιώθουμε περισσότερο και σκεφτόμαστε λιγότερο. Νιώθεις δηλαδή το αίμα σου να ανεβαίνει στο κεφάλι από την πλήξη μα δε σκέφτεσαι να κάνεις κάτι για αυτό. Ακούς τη φωνή του Ηλιόπουλου να λέει «λοιπόν, δεν ξέρω αν το προσέξατε, αλλά σήμερα είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα, είμαστε!» ενώ ταυτόχρονα κάνεις μια συνεχή αναπαράσταση της σκηνής του Rocknrolla που ο τύπος του καρφώνει το μολύβι στο λαιμό!

Δε σε τρομάζει το γεγονός ότι κάθε άνθρωπος, σε ένα βαθμό, γίνεται αυτό που είναι οι άνθρωποι που συναναστρέφεται; Να βρίσκεσαι με ανθρώπους που σε αναδεικνύουν και όχι με αυτούς που έχουν την ανάγκη να επιδεικνύονται.

Ας γίνει ο Άγιος Βασίλης παράδειγμα προς μίμηση, γιατί ο Άγιος Βασίλης ξέρει. Κάποιους ανθρώπους πρέπει να τους συναντάς μονάχα μια φορά το χρόνο.

 

Επιμέλεια Κειμένου: Σοφία Καλπαζίδου

 

Συντάκτης: Τζένη Βελιάδου