«Βόλτες με φίλους, μουσική όλη μέρα, όλο το βράδυ αλλά κι ας ήταν Δευτέρα.» Θυμάσαι τότε που χορεύαμε όλοι; Τώρα Παρασκευή, Σάββατο. Ίδια μπαρ, ίδιες μουσικές, ίδιες παρέες. Όπα. Στα καλύτερα, μουσικάρες, με τους καλύτερους. Μια στάσιμη κατάσταση, γραφική και διασκέδαση που δεν ευφραίνει την καρδιά.

Η μισή Ελλάδα πίνει belvedere καθώς ακούει σχεδόν ταυτόχρονα «τίκι τάκα τίκα τακ». Η άλλη μισή βγάζει selfie με το απαραίτητο hashtag #ναεδώγιαέναχαλαρό, ενώ υψώνει το αριστερό χέρι λες και κάνει  μονόζυγο, με το δεξί τσεκάρει τα likes, με το που ακούει «έλεγα θα σβήσω το όνομά σου» και στο τέλος της βραδιάς χτυπάει το κεφάλι της γιατί το έσβησε.

Το alternative, ροκ, χίπικο μπαράκι που γούσταρες το γυρνάει στην ελληνική αθάνατη καψούρα μετά τις δώδεκα, γιατί αυτό γουστάρει ο κόσμος πια, λένε. Κι αν θες κλαμπάκι, παίζει μόνο twerk και trap γιατί αν δεν μπορείς να βγεις με το brazil, να κουνάς τον πωπό σου στους ρυθμούς του dj που την έχει δει αλλιώς, κάτσε σπίτι καλύτερα. Καλές οι νέες τάσεις κι οι επιλογές που σου δίνονται μα σε περιορίζουν εν τέλει.

Αμ το άλλο; Αν δεν αφήσεις το συκώτι σου αγκαζέ με τα πνευμόνια σου στο εν λόγω μαγαζί, δεν πήγε καλά η βραδιά κι ας φόρεσες το καινούργιο σου #newlove. Λες κι αν έβγαινες #nofilter #nomakeup θα πήγαινε στράφι η βραδιά και θα γελούσε ο κόσμος.

Πριν τις δέκα χωρισμένοι κι απομακρυσμένοι σε μαγαζιά εστίασης. Το εσωτερικό τους θυμίζει σύγχρονου τύπου συναυλία Στόκα και Μαχαιρίτσα να ερμηνεύουν «ποια θάλασσα σε ταξιδεύει τώρα;» μόνο που αντί για αναπτήρες υψωμένους, φωσφορίζουν οθόνες κινητών. Η θάλασσα του wi-fi σε ταξιδεύει κι εσύ σωπαίνεις και μεθυσμένος μες στον «ύπνο» σου γελάς. Σε αυτή την πόλη, σε αυτή τη χώρα που η μουσική αποτελούσε πάντα αφορμή για διασκέ-δράση.

Γι’ αυτό δε χορεύουμε πια. Διασκεδάζουμε μόνο όταν πονάμε. Κι αφού πονάμε, γιατί δε διασκεδάζουμε; Από πότε έγινε η αυτοπροβολή τρόπος διασκέδασης; Ποιοι βγαίνουν πια αποκλειστικά και μόνο για να περάσουν καλά χωρίς να εκδηλώσουν τυχόν κομπλεξικές συμπεριφορές τύπου «δε χορεύω αρκετά καλά για να σηκωθώ απ’ το σκαμπό και να αφήσω τα φιστίκια;». Ποιοι κυκλοφορούν με παρέα που ακόμη κι ένας να θέλει να χορέψει, θα πιαστούν όλοι μαζί κι ας ξεφτιλιστούν χορεύοντας σάμπα στο πιο in club της πόλης χωρίς να πλησιάζει καν το Τριώδιο;

Μετά τις δυο  κανείς δε φαίνεται να διασκεδάζει, να γουστάρει με την ψυχή του, να χορεύει. Οι περισσότεροι τότε απλώς αρχίζουν να κελαηδάνε μήπως και βρουν ταίρι.

Κι αν βρεθεί κάποιος να χορεύει σαν να μην υπάρχει αύριο, κάποιος που να μην ταιριάζει απαραίτητα με το image του μαγαζιού, θα βρεθεί τουλάχιστον ένας να γελάσει εις βάρος του και να πει «κοίτα το μαλάκα».

Ο μαλάκας όμως δε γελάει μαζί σου. Ο μαλάκας γελάει μόνος του, το νιώθει κι ας χορεύει με κάτι που δεν εμφανίζει το shazam στο κινητό σου. Θα βγει ίσως και μόνος του, θα πιει το ίδιο ποτό που πίνει εδώ και δέκα χρόνια και θα πιει μέχρι εκεί που μπορεί. Θα έχει το κινητό στο αθόρυβο ή ξεχασμένο στο σταντάκι που φλέρταρε πριν, live.

Δε θα ασχοληθεί με την πάρτη σου κι ας σε είδε που γελούσες μαζί του. Πιθανότατα θα σε κεράσει και καμιά δηλητηριώδη ουσία κι αύριο εσύ, Κυριακή μέρα, να θες να βγεις με αυτό το μαλάκα που έχει πλάκα τελικά. Γιατί ο μαλάκας ξέρει να περνάει καλά.

Γίνε σαν  τον μαλάκα.

 

Επιμέλεια Κειμένου Τζένης Βελιάδου: Πωλίνα Πανέρη

 

 

Συντάκτης: Τζένη Βελιάδου