Ρατσισμός ονομάζεται η διάκριση σε βάρος ατόμων, κοινωνικών ομάδων ή κατηγοριών ατόμων που προσδιορίζονται με βάση τα φυλετικά ή και τα πολιτισμικά τους χαρακτηριστικά, με συνέπεια την ανάπτυξη αισθήματος υπεροχής και ανωτερότητας προς αυτούς, «για μια στιγμή χαιρέκακη ανάταση» όπως πρόσφατα διάβασα σε ένα post του Auguste Corteau αναφερόμενο στους πρόσφυγες.
Ρατσισμός είναι να δέχεσαι το διαφορετικό αρκεί να μοιάζει σε εσένα. Ρατσισμός είναι τα επίμονα βλέμματα στο δρόμο. Ρατσισμός είναι το «αγαπάτε αλλήλους» εκτός από τους ομοφυλόφιλους, τους άθεους, τους αριστερούς, τους Εβραίους, τους καθολικούς, τους προτεστάντες, τους μάρτυρες του Ιεχωβά, τους βουδιστές, τους φορείς του aids, τις ιερόδουλες.
Εσύ, εσύ δε φέρεις ευθύνη. Η πολιτεία φταίει, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι προκαταλήψεις, η οικογένεια κι οι παραδόσεις. Εσύ δε βλέπεις με τα μάτια σου, εσύ δεν ακούς με τα αυτιά σου. Σου έμαθαν πώς να βλέπεις και τι να ακούς, σου έμαθαν να ξεχωρίζεις αν μιλάς σε μετανάστη, αν μιλάς σε πρόσφυγα, αν μιλάς σε άστεγο αλλοεθνή ή ομοεθνή. Σου έμαθαν πως είναι εγκληματίες, πως κινδυνεύεις από δαύτους. Αυτοί ευθύνονται για τη βία, την εγκληματικότητα και την ανεργία.
Δε φταις εσύ που γελούσες εις βάρος του Θάνου στο δημοτικό γιατί φορούσε γυαλιά, που ξεκαρδιζόσουν με τη Μαρία γιατί δε χωρούσε στη καρέκλα και ήταν τελευταία σειρά στην παρέλαση, γελούσαν κι οι άλλοι. Δεν φταις ούτε εσύ, ούτε οι φίλοι σου που η Δέσποινα δεν έμοιαζε με εσάς και δεν μπορούσε να πει σκουληκομυρμηγκότρυπα, που δεν μπορούσε καν να πει μαμά. Δε φταις εσύ που ενώ συγκινείσαι με τον εθνικό ύμνο, μέχρι πρότινος νόμιζες πως ο Μουσολίνι είναι ζυμαρικό.
Για εσένα γράφω. Για εσένα, που εκτονώνεις την αγανάκτησή σου σε ανθρώπους, για εσένα που αναζητάς εξιλαστήρια θύματα. Για εσένα, που οι αξίες και τα ιδανικά σου είναι αποτελέσματα μιας κακής προπαγάνδας. Που ο φανατισμός σου προέρχεται από στενομυαλιά και φόβο. Για εσένα, που σου δόθηκε ελευθερία λόγου για να φωνάζεις περήφανα πως είσαι ρατσιστής κι έχεις την απαίτηση να υιοθετήσουν κι άλλοι τις ασπρόμαυρες απόψεις σου. Για εσένα που οι απόγονοι σου ήταν πρόσφυγες, οι γονείς σου μετανάστες και εσύ ρατσιστής.
Εγώ. Εγώ είμαι γυναίκα. Εμένα μου δόθηκε το δικαίωμα της ψήφου το 1945. Εγώ ακόμα δεν έχω το δικαίωμα να κυκλοφορώ χωρίς τη μπούρκα. Εγώ δεν μπορώ να γίνω ηλεκτρολόγος, μηχανικός, δεν είμαι ικανή. Εγώ, αν επιθυμήσω να καταταγώ στο στρατό, στην αστυνομία θα είναι για να «εξυπηρετήσω» το ανδρικό φύλο κι όχι για να υπηρετήσω την πατρίδα μου. Εγώ πρέπει να κάνω στάχτη και μπούρμπερη τον τόπο συνάθροισης των μαρτύρων του Ιεχωβά κι όποιας άλλης θρησκείας, γιατί εγώ είμαι χριστιανή ορθόδοξη και τέτοιες ντροπές δε χωράνε στον τόπο μου. Εγώ παράλληλα, έχω την απαίτηση αν μεταναστεύσω, η χώρα που θα επιλέξω να μεταβώ να έχει ελληνικό σχολείο για τα παιδιά μου και ορθόδοξη εκκλησία.
Εγώ στο δημοτικό είχα μια συμμαθήτρια, την έλεγαν Ελλάδα. Όταν τη ρώτησα γιατί την ονόμασαν έτσι μου απάντησε «γιατί γεννήθηκα στη Γεωργία.» «Α μπε μπα μπλομ» κι όλα τα δάχτυλα να καταλήγουν σε αυτή. Εγώ όταν έπαιζα κρυφτό «φιλούσα από έξω», η Ελλάδα ποτέ γιατί ντρεπόταν, δεν πρόφερε ίδια με εμένα τους αριθμούς. Εγώ ντρέπομαι τώρα, τώρα που έμαθα πως ένα δάχτυλο είναι αρκετό για να σε σκοτώσει. Τώρα που έμαθα πως σε όποια γλώσσα και να φωνάξεις δέκα, όπως κι αν το προφέρεις, πάντα το έντεκα ακολουθεί.
Εγώ δε φοβάμαι να αγκαλιάσω τους gay φίλους μου μήπως και κολλήσω aids. Εγώ δεν ντρέπομαι να κυκλοφορήσω με μια «κοντή», μια «χοντρή» και μια «ψηλή» κι ας μας φωνάζεις εσύ και η παρέα σου «οι Ντάλτονς». Εγώ θα χαιρετήσω τον Γιώργο που έχει πρόβλημα αλκοολισμού, τον Πάνο που είναι χρήστης και δεν ντρέπομαι να πιω ένα καφέ με την Ηρώ που δουλεύει στο σπίτι με το κόκκινο φωτάκι. Αυτό θα με κάνει gay, ιερόδουλη, αλκοολική και χρήστη;
Εμείς δεν έχουμε δικαιολογία, εμείς σφάλουμε ανεπανόρθωτα. Ο ρατσισμός δεν εξατμίζεται με βία. Προσπαθούμε να λύσουμε ένα πρόβλημα με τον τρόπο που δημιουργήθηκε, αδύνατο. Το δυνατό; Να καλλιεργήσουμε την αγάπη, την αλληλεγγύη και να τις προσφέρουμε ασυζητητί. Το διαφορετικό να είναι αποδεκτό κι όχι κατακριτέο.
Εμείς μπορούμε να γίνουμε τα μάτια των ανθρώπων που αδυνατούν να δουν. Μπορούμε να γίνουμε τα χέρια, τα πόδια των ανθρώπων που αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν τα δικά τους. Μπορούμε να γίνουμε η φωνή, τα αυτιά των ανθρώπων που στερήθηκαν τη λειτουργία τους. Κι αν εσύ με τη σειρά σου αδυνατείς να νιώσεις, κλείσε τα μάτια σου, φίμωσε το στόμα σου, δέσε τα άκρα σου και σκέψου. Ποια η ταυτότητα του «είναι» σου; Η ανθρωπιά, αδελφέ! Κι αυτό, δεν προσδιορίζει τίποτα άλλο, παρά μόνο ορίζει πως οφείλεις να είσαι άνθρωπος με τους ανθρώπους.
Επιμέλεια Κειμένου Τζένης Βελιάδου: Πωλίνα Πανέρη