Ξημερώματα Σαββάτου και σε βρίσκει στο αγαπημένο σου μέρος με την αγαπημένη σου συντροφιά. Το κρεβάτι σου, παρ’ όλο που πάντα γκρίνιαζες πως ήταν μικρό, όχι απλώς σας χωράει και τους δυο αλλά έχει και μία μαγική ικανότητα να αντέχει όλα τα όνειρα και τις φαντασιώσεις που μπορεί να κατεβάζει το μυαλό σας σε χρόνο μηδέν. Χαλαρώνετε, κοιτάζεστε, αρνείστε να κάνετε το πρώτο βήμα σε οποιαδήποτε κουβέντα που μπορεί να χαλάσει αυτή τη μαγική στιγμή. Σηκώνεσαι να ρίξεις μια ματιά από το παράθυρο, γυρνάς το βλέμμα σου στο κρεβάτι. Και τώρα τι; Φεύγει για εξωτερικό, εσύ παραμένεις στην Ελλαδίτσα μας. Σε διαβάζει πολύ καλά, ξέρει τι κρύβεις στο μυαλουδάκι σου κι αμέσως σηκώνεται κι έρχεται κοντά σου. Σε αγκαλιάζει και ψελλίζει: «Δεν μπορούμε να έχουμε τίποτα περισσότερο.»
Κάποιος είχε πει πως το αντίθετο της αγάπης δεν είναι το μίσος, το αντίθετο της αγάπης είναι η αδιαφορία. Εγώ θεωρώ πως είναι ο φόβος. Αρκεί να αναλογιστείς πόσες φορές εμείς οι άνθρωποι έχουμε χάσει την ευκαιρία να ζήσουμε κάτι μοναδικό, απλώς επειδή φοβόμαστε να κάνουμε το επόμενο βήμα. Φοβόμαστε ν’ αποδεχτούμε τα συναισθήματά μας μήπως πληγωθούμε, φοβόμαστε να δώσουμε υποσχέσεις μήπως και δεν καταφέρουμε να τις τηρήσουμε μα το κυριότερο όλων, φοβόμαστε να δεσμευτούμε σ΄έναν άνθρωπο, με κοινό παρανομαστή την άμυνα που επιλέγουμε να χτίσουμε.
Ξέρεις, έχουμε την ψευδαίσθηση πως χτίζοντας ένα πελώριο τείχος απέναντι στον άλλον και λέγοντάς του ακριβώς το αντίθετο από αυτό που θέλουμε να εκφράσουμε, είμαστε πιο ασφαλείς και δεν μπορεί κανείς να μας πληγώσει. Έλα μου όμως που όλο αυτό μοιάζει με αυτογκόλ από τα αποδυτήρια! Πείθουμε τους γύρω πως είμαστε καλά μόνοι μας και μπορούμε εύκολα να προχωρήσουμε γιατί πολύ απλά αυτή η σχέση δεν τραβάει και παίζουμε θέατρο εις βάρος του ίδιου μας του εαυτού. Ειδικά όταν το ταίρι μας λόγω αμυντικής στάσης τολμήσει να ξεστομίσει πως «φοβάμαι πού πάει», αντί να μιλήσουμε και να το δούμε ως πολιτισμένοι ενήλικες, βάζουμε τη μάσκα και ξεκινάμε τον πόλεμο δίχως αύριο.
Σ’ αυτό βέβαια ας μην ξεχνάμε πως συμβάλει και λίγο η εποχή στην οποία ζούμε, μια εποχή που δύσκολα σου δίνει το έναυσμα να κοπιάσεις, να ρίξεις τη μάσκα και να συνδεθείς. Αντιθέτως, σου προτείνει να φορέσεις την πιο άνετη περσόνα σου, να βγάλεις όσο πιο πολλά στόρι μπορείς και να πιεις μέχρι να αποβάλλεις από μέσα σου και το τελευταίο ίχνος συναισθήματος γιατί πολύ απλά “o έρωτας με έρωτα περνάει”. Αλλά μήπως δεν περνάει;
Σχέσεις οι οποίες καλούνται ν’ αντιμετωπίσουν εμπόδια, άνθρωποι οι οποίοι βρίσκονται παγιδευμένοι στα παιχνίδια που κατασκευάζει το ίδιο τους το μυαλό, ανεξέλεγκτα συναισθήματα -όλα αποτελούν γευστικό μπαχαρικό στη συνταγή της ζωής, αρκεί να συμφωνήσουμε σε ένα μόνο βασικό στοιχείο: οι άνθρωποι δημιουργούμε τις συνθήκες και σε καμία περίπτωση δεν αφήνουμε τις συνθήκες να μας καθορίσουν. Είτε καλούμαστε να δημιουργήσουμε μια σχέση από απόσταση είτε να ξεπεράσουμε οποιοδήποτε εμπόδιο, όταν η ψυχή μας το λέει, το μυαλό χρειάζεται να σωπάσει λίγο και ν’ακούσει. Χρειάζεται ένα μικρό βηματάκι πίσω από τη δίνη των σκέψεων κι απόλυτη ησυχία ώστε ν’ ακούσεις αυτή τη μικρή φωνούλα που έχεις μέσα σου θαμμένη από τη βουή της καθημερινότητας. Ίσως τότε ν’ αποφανθείς πως όντως αξίζει να κάνεις το επόμενο βήμα και να σηκώσεις στις πλάτες σου οποιαδήποτε δυσκολία εμφανιστεί στον δρόμο. Κι αυτό είναι ένα βήμα μπροστά. Κι αν το άλλο πρόσωπο δεν επιθυμεί να μοιραστούμε το βάρος στις πλάτες μας; Κι αν ακολουθώντας την ψυχή σου χάσεις το μυαλό σου και κάνεις λάθος επιλογή;
Και κάπως έτσι τρέχεις ήδη στη ρόδα του κλουβιού που έχεις δημιουργήσει στο μυαλό σου κι αντί να ζεις ελεύθερα, έχεις εγκλωβιστεί σε κάτι από το οποίο μπορείς εύκολα να βγεις, αρκεί βέβαια πάντα να το θες. Κι αν νιώθει όσα νιώθεις;
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου