Ξενέρα, ανία, απάθεια, ψυχική κούραση. Τα αποτελέσματα της αγανάκτησης από μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά. Όλοι έχουμε ξενερώσει στη ζωή μας με κάτι και έχουμε γευτεί αυτήν την αίσθηση της απομάκρυνσης του όποιου ενδιαφέροντος. Άλλες φορές σταδιακά κι άλλες μία κι έξω. Είναι λογικό όταν κουραζόμαστε σε τέτοιο επίπεδο, να ψάχνουμε έναν τρόπο διαφυγής. Λες και είμαστε κάπου κλειδωμένοι και έχουμε φάει τον τόπο να βρούμε το κλειδί. Και όταν καταφέρουμε να το εντοπίσουμε και να βγούμε από το δωμάτιο, νιώθουμε να επιστρέφει το οξυγόνο που είχε φύγει από καιρό. Ως λογικό επακόλουθο αυτού, αρνούμαστε να ασχοληθούμε ξανά με το συγκεκριμένο συμβάν μα και με ό,τι το θυμίζει! Ίσως είναι εξαιτίας κάποιου υποσυνείδητου φόβου να μην περάσουμε ξανά κάτι αντίστοιχο. Μην και το προκαλέσουμε άθελά μας να επιστρέψει. Και όταν κάποιος πάει να μας φερθεί με ανάλογη συμπεριφορά, με ανατριχιαστική ψυχρότητα, το προσπερνάμε χωρίς συζητήσεις. Ε πόσο, έχουμε χορτάσει με αυτά τα απότομα plot twists. Επιλέγουμε την απάθεια και σταδιακά δε νιώθουμε ούτε ενόχληση αλλά ούτε κι ενδιαφέρον, λόγω συνήθειας. Η κατάσταση αυτή είναι λογικό επακόλουθο μίας ή και περισσότερων απογοητεύσεων. Αλλά πρέπει να δώσουμε προσοχή, διότι άμα κρατάει για καιρό, τότε ίσως πρόκειται για κάτι άλλο. Η απάθεια μπορεί να είναι ακόμη και χρόνια, πότε λοιπόν πρέπει να ξεκινήσει να μας ανησυχήσει;
Αρχικά, ας διευκρινίσουμε τι είναι η απάθεια εξηγώντας πως χωρίζεται σε τρεις υποκατηγορίες: συναισθηματική, γνωστική και συμπεριφοριστική. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία προκαλεί στο άτομο έλλειψη ενδιαφέροντος και όρεξης ακόμη και για αγαπημένες του δραστηριότητες. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνεται νωχελικός και μη παραγωγικός. Τα άτομα γύρω, πολλές φορές χαρακτηρίζουν εσφαλμένα τα άτομα που πάσχουν ως τεμπέληδες, ή πολλοί βιάζονται να τα βαφτίσουν ως καταθλιπτικά. Αυτή είναι μια ξεκάθαρη παρανόηση, αφού οι δύο καταστάσεις είναι τελείως διαφορετικές μεταξύ τους. Σύμφωνα με τον καθηγητή Masud Musain τα άτομα με απάθεια μπορούν να περάσουν έντονες περιόδους χαράς.
Πρέπει να τονίσουμε πως δεν είναι κάτι απίθανο να συμβεί στον καθένα μας, αφού η ήπιας μορφής απάθεια μπορεί να εκδηλωθεί και σε υγιή άτομα. Πολλές φορές μάλιστα είναι ένδειξη κάποιου άλλου, ίσως πιο καλά κρυμμένου προβλήματος. Συγκεκριμένα, μπορεί να είναι σύμπτωμα τριάντα τριών διαφορετικών παθήσεων, μεταξύ των οποίων άνοια, καρδιοπάθεια, Πάρκινσον ή ακόμη και έλλειψη βιταμίνης Β12. Πρόκειται ωστόσο για σύμπτωμα κοινό και αρκετές φορές παραπλανητικό, οπότε πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή από τους ειδικούς κατά τη διάγνωση, διότι η κάθε περίπτωση απαιτεί διαφορετική μέθοδο αντιμετώπισης. Η φαρμακευτική αγωγή που χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις χρόνιας απάθειας είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη που χορηγείται σε κάποιο καταθλιπτικό άτομο.
Είμαστε άνθρωποι και όπως η σελήνη, περνάμε διάφορες φάσεις. Κανείς δε μένει σταθερά αμετακίνητος στην ίδια ψυχολογική κατάσταση. Είναι εντάξει κάποτε να μην είμαστε καλά. Είναι απόλυτα λογικό να περνάνε διαστήματα στη ζωή μας που ίσως λόγω των περιστάσεων να νιώθουμε την όρεξή μας να μας εγκαταλείπει, ή την αυτοπεποίθησή μας να κάνει ελεύθερη πτώση και να προσγειώνεται άτσαλα. Αλίμονο, όλοι θα λυγίσουμε κάποτε! Αλλά είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πως η ψυχική μας υγεία είναι εύθραυστη οπότε όταν τη βλέπουμε να οδεύει ολοταχώς προς τις άκρες της, είναι λάθος από μέρους μας απλώς να την αφήνουμε να κάνει βουτιά. Έχουμε χρέος στον εαυτό μας να τη διαφυλάξουμε. Οπόταν, εάν οι φάσεις αυτές κρατήσουν καιρό, θα ήταν καλό να μην επιμείνουμε να τις διαχειριστούμε μόνοι. Ας συμβουλευτούμε κάποιον ειδικό, ο οποίος θα μπορέσει καλύτερα να μας καθοδηγήσει.
Συνήθως, η ανησυχητική περίοδος για την απάθεια είναι οι τέσσερις συνεχόμενες εβδομάδες συναισθηματικής σταθερότητας, απαξίωσης και αποχής από δημιουργικές δραστηριότητες και υποχρεώσεις. Εκεί συνήθως παύουμε να μιλάμε για ξενέρωμα, απογοήτευση ή για απλή ανία. Και πρόκειται για κατάσταση που σίγουρα δεν πρέπει να αγνοούμε. Συγκαταλέγεται σε εκείνα τα θέματα τα οποία μπορούν να αντιμετωπιστούν, αρκεί να μην κολλήσουμε να τα κοιτάξουμε στα μάτια.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη