Μια ξαφνική γνώριμη μυρωδιά. Μια τυχαία αφορμή για την ενεργοποίηση της αίσθησης της όσφρησης μπορεί να γίνει η αιτία για ένα μακρινό ταξίδι στον κόσμο των αναμνήσεων. Πιστεύω πως όλοι μας έχουμε ζήσει αυτή την εμπειρία. Ίσως να μην ήταν μυρωδιά η αφορμή. Ίσως να ήταν μια εικόνα, μια παλιά φωτογραφία, ένα όνομα. Σημασία δεν έχει το τι ήταν, σημασία έχει η αίσθηση που άφηνε. Η μελαγχολία. Η νοσταλγία. Δεν είναι τυχαία άλλωστε η έκφραση «κάθε πέρσι και καλύτερα!» αφού κάθε φορά που αναπολούμε το παρελθόν, ένα κομμάτι μας πάντα θα το θέλει πίσω. Τα ζητάει το μέσα μας τα χρόνια που πέρασαν. Εκείνα τα άτομα, που δε θα δούμε ξανά ή ίσως εκείνα που θα δούμε αλλά όχι πια με τον ίδιο τρόπο. Οι παλιοί μας φίλοι, το σχολείο μας, εκείνη η καλή καθηγήτρια στο λύκειο, ο πρώην σύντροφός μας. Όλα αυτά μπορεί να είναι αταίριαστα χρονικά μεταξύ τους αλλά αποτελούν ένα τεράστιο κομμάτι του εαυτού μας.
Όσο και να προχωρήσει η ζωή, όσο και να έχουμε αλλάξει σαν άνθρωποι, πάντα θα υπάρχει ένα μικρό δωματιάκι στον εγκέφαλό μας, σε μια βαθιά γωνία του, κλειδωμένο με διπλές κλειδαριές, που κρύβει μέσα του όλες τις μικρές λεπτομέρειες από όλα αυτά που μας οδήγησαν στο σήμερα. Έτσι, όταν έρθει στην όσφρησή μας η μυρωδιά του αρώματος της νηπιαγωγού μας, θα ανοίξει το σκονισμένο δωματιάκι των παιδικών μας χρόνων. Αναμνήσεις από παιχνίδι και ξεγνοιασιά θα πλημμυρίσουν το μυαλό μας και θα είναι σαν να ζούμε ξανά αυτήν την ηλικία.
Και σε κάποιες περιπτώσεις ίσως οι αναμνήσεις να μην ξυπνάνε απλώς από μια παρόμοια μυρωδιά. Ίσως να έρχονται απευθείας από εκείνο το ίδιο μπουκαλάκι, να βγαίνουν από το ίδιο εκείνο δωμάτιο που κάποτε μέσα του πέρναγες ώρες ατελείωτες και που εκεί έζησες τόσο όμορφες και πολύτιμες στιγμές. Ίσως να προέρχονται από εκείνο το μέρος στο οποίο βρισκόσουν κάποτε με εκείνο το πρόσωπο από το μακρινό παρελθόν σου που άλλοτε σου ξυπνούσε τα πιο έντονα συναισθήματα. Ίσως ακόμη να έρχονται και από τον άνθρωπο τον ίδιο μέσα από μια συνάντηση τόσο καιρό μετά που πλέον δε περίμενες ούτε στα πιο τρελά όνειρά σου να υπάρξει. Ίσως ακόμη οι αναμνήσεις να ξυπνάνε ξανά πάνω σε ένα κρεβάτι που δεν πιστεύατε ποτέ πως θα ξαναβρεθείτε.
Και όταν αυτό συμβεί τότε ξαφνικά ένα δωματιάκι του εγκεφάλου μας ανοίγει. Ένα δωματιάκι το οποίο έμεινε χρόνια κλειστό, ενώ άλλοι εραστές πέρασαν από τη ζωή και τα κρεβάτια και των δυο σας. Είναι το ίδιο πρόσωπο, το ξέρεις, το θυμάσαι, αλλά ο χρόνος που πέρασε από πάνω σας το κάνει να μοιάζει τόσο διαφορετικό. Όσο τα σώματά σας έρχονται όλο και πιο κοντά, τόσο η παραζάλη των αναμνήσεων σε παγιδεύει. Αρχίζεις να παραδίνεσαι όλο και πιο πολύ στις αναμνήσεις που περιλαμβάνουν εσάς τους δύο και να αφήνεις και αυτές να προσθέτουν στην απόλαυση. «Θαρρώ πως άλλαξε το βάρος του», «Αυτήν την ελιά δεν την είχε παλιά, δεν την θυμάμαι», «Έχει αλλάξει τόσο, να βλέπει και σε εμένα αλλαγές άραγε;» σκέφτεσαι, αλλά κοίτα, εκείνο το σημαδάκι από εκείνο το ατύχημα πού είχε όσο ήτανε ακόμα παιδί είναι ακόμα εκεί και προδίδει με κάθε τρόπο ότι είναι το άτομο που τόσο καλά ήξερες. Όλα αυτά περνάνε αστραπιαία από το μυαλό σου καθώς ξαναγνωρίζεις κάθε ίντσα από το κορμί του ατόμου απέναντί σου. Όλα μοιάζουν τόσο καινούρια. Είναι σαν να συμβαίνει ξανά για πρώτη φορά αφού κανένας από τους δύο σας δεν είναι ο ίδιος που ήταν πριν, τόσο εξωτερικά, όσο και εσωτερικά.
Σιγά σιγά όμως, καθώς όλες σου οι αισθήσεις ξυπνάνε ξανά, τόσο πιο γνώριμο αρχίζεις να νιώθεις το όλο σκηνικό.Όσο πιο πολύ αισθάνεσαι αυτό το άτομο, τόσο πιο πολύ συνειδητοποιείς πόσο σου είχε λείψει χωρίς καν να το καταλάβεις. Να’ναι άραγε η ένταση της στιγμής και η ένταση της νοσταλγίας ή να πρόκειται τελικά για αληθινό συναίσθημα; Αυτό θα το δείτε στην πορεία. Αυτό που έχει σημασία είναι πως ανοίξατε ένα δωματιάκι γεμάτο απωθημένα, προσδοκίες, ελπίδες και αναμνήσεις και του δώσατε άλλη μια φλογερή ανάμνηση.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη