Ρουτίνα και δουλειά σε αναλώνουν καθημερινά. Δουλεύεις μέχρι αργά, κουράζεσαι. Τικ-τακ, οι δείκτες του ρολογιού κάνουν σβούρες κι η ώρα περνάει, το βράδυ έρχεται. Μετράς τα λεπτά και ταξιδεύεις στην ιδέα του ότι κάθε στιγμή που περνάει σε φέρνει πιο κοντά του. Φαντάζεσαι πως σε λίγο θα του παραδοθείς κι η σκέψη αυτή σου δίνει μια έντονη ευχαρίστηση. Σύντροφος; Χαχα, όχι! Εξάλλου, ποια σχέση μπορεί να συγκριθεί με αυτή που έχουμε με το κρεβάτι μας; Ύπνος! Χρόνος ποιοτικός και πολύτιμος. Είναι η ώρα κατά την οποία καθαρίζουμε το μυαλό και γεμίζουμε τις μπαταρίες μας.
Ωχ, ηλιαχτίδες φωτός, κάλυψε τα μάτια σου! Ξημερώνει. Ο χειρότερος εφιάλτης κάθε ανθρώπου είναι το ξύπνημα. Και πιο συγκεκριμένα, όταν η διακοπή του ύπνου προέρχεται από αυτό το ενοχλητικό «ντριν ντριν». Είναι αυτός ο ήχος τον οποίο θέλεις τόσο πολύ να αγνοήσεις, αλλά παράλληλα ξέρεις πως δεν μπορείς. Κι αυτό γιατί η μελωδία του ηχεί στα αφτιά σου σαν μια υπενθύμιση των υποχρεώσεών σου. Δεν μπορείς να απαλλαγείς από αυτές.
Ήδη απ’ την παιδική μας ηλικία μεγαλώναμε με το τραγούδι του Χουζούρη απ’ τα Στρουμφάκια, το «Μη με ξυπνάς απ’ τις έξι». Και ποιος να μας έλεγε πως, με το πέρασμα του χρόνου, θα ταυτιζόμασταν όλο και περισσότερο με αυτό το μπλε νυσταγμένο πλάσμα! Αυτό το σατανικό ξυπνητήρι ήταν ανέκαθεν παρόν για να διακόπτει τον ύπνο μας -και να διαταράσσει το νευρικό μας σύστημα, προφανώς! Αρχικά, ήταν ο Δρακουμέλ του στρουμφοχωριού μας, το τέρας που κυνηγούσε ο Σκούμπι-Ντου κι η κακιά μάγισσα, όλα σε ένα. Μετέπειτα, η φαντασία μας περιορίστηκε, αλλά η εχθρική αυτή σχέση διατηρήθηκε αναλλοίωτη. Η όλη μας αντιπάθεια προς το αντικείμενο αυτό το μετεξέλιξε στον πιο υποχθόνιο εχθρό μας.
Και, αλήθεια, πόσες ήταν οι φορές που χρειαστήκαμε αυτά τα «ακόμη δέκα λεπτά», κάθε φορά που είτε χτυπούσε το ξυπνητήρι είτε κάποιος πάσχιζε να μας ξυπνήσει; Λες κι αυτός ο απειροελάχιστος χρόνος θα έκανε κάποια διαφορά, όπως, ας πούμε, να μας ξεκουράσει περισσότερο ή να μας δώσει την ψευδαίσθηση πως έχουμε χορτάσει ύπνο. Ωστόσο, εμείς εκεί. Να τα απαιτούμε. Να τα διεκδικούμε πεισματικά. Γιατί, άραγε; Μα ποιος άλλος θα μπορούσε να ήταν ο λόγος εκτός απ’ το να πάμε κόντρα σε αυτό το καταραμένο θορυβώδες μπιχλιμπίδι. Είναι κάτι σαν εκδίκηση για όλα εκείνα τα πρωινά που απλά δε θέλαμε να σηκωθούμε απ’ το κρεβάτι.
Στο πλαίσιο της απόπειρας για εκδίκηση του ξυπνητηριού οι –ας τους αποκαλέσουμε– ανταγωνιστές του, το ρυθμίζουν δέκα (ή και παραπάνω) λεπτά νωρίτερα απ’ την ώρα που κανονικά πρέπει να ξυπνήσουν, απλά και μόνο για να το κτυπήσουν κι αυτοί μια φορά, αγνοώντας το περιφρονητικά. Οι πιο πωρωμένοι πολέμιοί του μπορούν ακόμη να βάλουν ξυπνητήρι και τις μέρες που δε χρειάζεται καν να σηκωθούν μια συγκεκριμένη ώρα. Είναι αυτή η ηδονική ευχαρίστηση που νιώθουν όταν πατάνε «αναβολή» ή απλά το κλείνουν οριστικά και γυρίζουν πλευρό, χαρά ανεκτίμητη!
Τους ικανοποιεί η σκέψη πως ναι μεν κτύπησε αυτό, αλλά μπορούν να το αγνοήσουν και να μείνουν ακόμα στο κρεβάτι. Τους ιντριγκάρει αυτή η αντίσταση. Μικροί υπναράδες επαναστάτες. Κι όντως μένουν κι απολαμβάνουν όσο τίποτα εκείνον τον κλεμμένο χρόνο. Δέκα λεπτά μαλώνουν με τα σκεπάσματα κι εύχονται να μην ακουστεί ξανά αυτός ο απεχθής ήχος. Κι όταν ακούγεται, χιλιάδες εικόνες βίας κατά του ξυπνητηριού διαδέχονται η μια την άλλη. Να το ρίχνουν απ’ το παράθυρο, να του χτυπάνε με το σφυρί, να το διαλύουν πετώντας το με δύναμη στον τοίχο.
Κι αν αναρωτιέστε πώς μπορεί να μαλώνει κάποιος με κάτι άψυχο, όπως, ας πούμε, ένα ξυπνητήρι, ένα θα σας πω: Μην υποτιμάτε τη λαχτάρα ενός νυσταγμένου να συνεχίσει τον ύπνο του. Και, κυρίως, μην υποτιμάτε τη λύσσα ενός ερωτευμένου, όταν κάποιος (ή, στην περίπτωσή μας, κάτι) μάχεται να μπει ανάμεσα σε αυτόν και το ταίρι-κρεβάτι του.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη