Ανθρώπινες σχέσεις. Μόνο στη σκέψη σε πιάνει πονοκέφαλος. Τι θα περίμενε όμως κανείς από κάτι που περιλαμβάνει ανθρώπους. Είμαστε από τη φύση μας περίεργα πλάσματα και δύσκολα στην κατανόηση. Όσο καλά και να νομίζουμε πως γνωρίζουμε κάποιον, πάντα μας εκπλήσσει. Ακόμη και ο ίδιος μας ο εαυτός πολλές φορές! Μέσα σε όλες μας τις παραξενιές υπάρχουν ορισμένοι που ελκύονται περισσότερο από το μυστικό και το παράνομο. Ο λόγος λοιπόν για τα μυστικά ζευγαράκια.
Τα αίτια που οδηγούν δύο ανθρώπους στο να κρύβουν τη σχέση τους ποικίλουν. Για κάποιους μπορεί να περιλαμβάνει αίγλη. Να τους εξιτάρει να ζουν έναν μυστικό έρωτα. Όπως τότε που ήμασταν έφηβοι και κρυβόμασταν από τη μαμά και τον μπαμπά (αλήθεια, γιατί;). Ένας άλλος λόγος πιθανόν να είναι η πολλαπλή επανασύνδεση με το ίδιο άτομο. Το κρατάτε κρυφό έως ότου να δείτε άμα θα διαρκέσει ή αν δεν ωφελεί ο σάλος για το τίποτα. Σχεδόν όλοι ξέρουμε τέτοιου είδους ζευγάρια. Έπειτα, το ζήτημα παίρνει πιο περίπλοκη διάσταση με την παρουσία τρίτων προσώπων. Κυρίως όταν το άτομο είναι πρώην ή ακόμα και νυν φιλικού ή γνωστού μας ατόμου.
Ένα επίθετο που θα μπορούσαμε να δώσουμε σε τέτοιου είδους σχέσεις θα ήταν το «νυχτόβιες», διότι διαδραματίζονται κατά κύριο λόγο βράδυ. Στα σκοτεινά, εκεί ταιριάζουν τα κρυφά. Εκεί που μπορείς να περιορίσεις τη δυνατότητα να σε πάρει κανένα μάτι. Εκεί που μπορείς να κρατήσεις όσα είναι δικά σου αυστηρά και μόνο προσωπικά. Σε ένα αυτοκίνητο, σε κάποιο πάρκο, κοντά στη θάλασσα ή ακόμη σε ένα ψηλό απομονωμένο λόφο. Το απόλυτο σκοτάδι άλλωστε έχει την τάση να κάνει και το παραμικρό φως, είτε αυτό είναι το φεγγάρι είτε τα φώτα της διπλανής πόλης, να μοιάζει αρκετό φωτίζοντας όλα όσα σε νοιάζει να δεις εκείνη τη στιγμή. Μετατρέπει τη διάθεση σε τόσο ερωτική. Κοντά στα ξημερώματα, όταν εμφανίζονται τα πρώτα δυνατά φώτα, εκεί η βραδιά κλείνει λες και το φως τα χαλάει όλα. Ένα φιλί θα σημάνει τη λήξη και κλειδώνει το μυστικό. Το Σάββατο πάλι. Την όλη κατάσταση με συνοδεία πολύ όμορφης μουσικής περιγράφει η Μελίνα Ασλανίδου σε δύο στίχους, «Σε αγγίζω μια φορά, εκεί στο πουθενά, και χάνομαι μετά».
Στο μεταξύ οι μέρες κυλάνε και οι «φανερές» ζωές συνεχίζουν. Σιγά σιγά οι δυσκολίες νικάνε τον δεσμό και τερματίζουν τις τόσο όμορφες εξορμήσεις. Αλλά επειδή η ζωή κάνει τις τσαχπινιές της, έρχεται κάποτε η στιγμή που καιρό ίσως φοβόσουν. Εσύ και απέναντί σου το άτομο που τόσο καλά ξέρεις, σε μια τυχαία συνάντηση κατά την οποία τόσο ειρωνικά κάποιος κοινός γνωστός πάει να σας συστήσει. Εσάς. Προσπαθεί να γνωρίσει σε εσένα τον άνθρωπο που βράδια για βράδια ξόδεψες στο να γνωρίσεις. Που ξέρεις να αναγνωρίσεις πάνω του τις μικρότερες λεπτομέρειες και που αν στον βάλουν στο απόλυτο σκοτάδι θα τον ξεχωρίσεις αμέσως γιατί, στην τελική, εκεί τον γνώρισες. Και εσύ, ανίκανος να κάνεις κάτι λόγω του φόβου μπας και προδώσεις το μικρό σας μυστικό, γελάς αμήχανα. Προσφέρεις το χέρι σου με ένα δειλό και τόσο ψεύτικο «χάρηκα».
Πόσο περίεργο συναίσθημα να προσποιείσαι πως δε γνωρίζεις έναν άνθρωπο που πέρασες τόσα πολλά μαζί του, σχεδόν αστείο. Κοιτάζεστε για μια στιγμή και σαν σε ταινία νιώθεις να ξαναζείς όλες εκείνες τις σκηνές στο σκοτεινό background. Και ξαφνικά τον ακούς να λέει αντίο. «Αντίο» απαντάς και εσύ, λίγο σκυθρωπά αρχικά σκεπτόμενος ότι έχεις ξανακούσει τη συγκεκριμένη λέξη από το στόμα του. Μετά όμως χαμογελάς λίγο κρυφά, αρχικά χαρούμενος που το μυστικό παρέμεινε μυστικό και τελικά σκεπτόμενος όλες τις όμορφες και τόσο ιδιαίτερα σκοτεινές στιγμές σας.
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη