Έψαχνε απεγνωσμένα τρόπους να τον κρατήσει. Προσπαθούσε να κατοικήσει στο μυαλό του, έστω και προσωρινά, μιας κι αυτός είχε γίνει μόνιμος κάτοικος στο δικό της! Πάει καιρός απ’ την τελευταία φορά που ανταμώσανε και κάθε μέρα που περνάει, για εκείνη, είναι ακόμη μια πέτρα στο ήδη βαρύ της φορτίο.
Ήξερε. Συνειδητοποιούσε πως τα συναισθήματα δεν ήτανε αμοιβαία. Αλλά βρισκόταν σε άρνηση, το είχε ανάγκη. Είχε ανάγκη να πιστέψει πως δεν ήταν σαν όλους τους άλλους, πως κι αυτός πονούσε όσο κι εκείνη!
Πόσα βράδια στεκόταν στο παράθυρο και φανταζόταν το αυτοκίνητό του να σταθμεύει μπροστά απ’ το σπίτι της, στο σημείο από όπου την έπαιρνε κάθε βράδυ. Πόσα πρωινά την ξύπναγε το όνειρο πως κτυπούσε το τηλέφωνό της, μα το όνομα του στην οθόνη διαγραφόταν μόλις άνοιγε τα μάτια της. Τον αναζητούσε συνέχεια σε άκυρα μέρη με την ελπίδα πως θα τον αντίκριζε κάπου στο πλήθος, τυχαία. Μα αυτός δεν ήταν ποτέ εκεί!
Και κάθε νύχτα την έπνιγε η στεναχώρια. Κάποια βράδια, τυλιγόταν στο κρεβάτι της αγκαλιάζοντας ό,τι πιο πρόχειρο έβρισκε κοντά της, κάτι για να μη νιώθει μόνη. Προσπαθώντας να καλύψει έτσι το κενό μιας αγκαλιάς, όχι οποιασδήποτε, της δικής του. Κι άλλα, προσπαθούσε να πνίξει τις σκέψεις της στο ποτό. Μάταια.
Κουβέντιαζε ώρες αμέτρητες με το φεγγάρι και το ζήλευε. Ζήλευε που τα άστρα δεν το αφήνουν ποτέ μόνο. Αναρωτιόταν γιατί το δικό της φεγγάρι να ήταν τόσο αχάριστο. Απαρηγόρητη απ’ το ουράνιο σώμα έψαχνε παρηγοριά στο απέραντο γαλάζιο του βυθού.
Αγνάντευε τη θάλασσα με την ελπίδα να βυθίσει τις σκέψεις της στον ωκεανό. Μα το μόνο που πετύχαινε ήταν να παρομοιαστεί με τα ψάρια, και να καταλάβει πόσο εξαρτημένη ήτανε απ’ τη δική της θάλασσα. Κι αν ανεχόταν το πρωί, με το που έπεφτε το σκοτάδι έχανε κάθε ισορροπία και σπαρταρούσε στις ακτές σαν ψάρι. Έβλεπε τα όνειρα και τις ελπίδες της να μετατρέπονται σε καράβια και να πλέουν προς την ξενιτιά, μα εκείνη δεν μπορούσε να τα σταματήσει.
Κι όταν το φεγγάρι παραχωρούσε τη θέση του στον ήλιο, και τα άστρα αντικαθίσταντο από σπουργίτια, η μάχη της άρχιζε. Αφυδατωμένη απ’ τη νυχτερινή της διαμονή στην ακτή, πηδούσε γρήγορα στο νερό για να μην αντιληφθούν την απουσία της. Με μάτια γεμάτα κι ένα πλαστό χαμόγελο έκρυβε τη στεναχώρια της πίσω από δύο ωμές λέξεις «Είμαι καλά». Μα όπου να ’ναι θα βράδιαζε πάλι…
Το ίδιο σκηνικό. Αναζητούσε απεγνωσμένα ένα σημάδι του, μια συνάντηση μαζί του. Ονειρευόταν πως μπορούσε να βυθιστεί ξανά στα μάτια του, τα δύο καστανά του μάτια. Ένιωθε το άγγιγμά του να βελονίζει το κορμί της κι ανατρίχιαζε ολόκληρη μόνο στη σκέψη του. Αλλά… Πάντα ένα «αλλά» τη σταματούσε. Γιατί ο ήλιος διαδεχόταν ασταμάτητα το φεγγάρι και κάπως έτσι οι μέρες κυλούσαν. Κι αυτός; Πουθενά. Δε θα έρθει ποτέ πίσω, σαν τα καράβια, σάλπαρε πια για άλλα λιμάνια.
Ήταν φευγαλέα η αγάπη του, μα άφησε σημάδια ανεξίτηλα. Αυτή, όμως, όφειλε στον εαυτό της να σταθεί στα πόδια της, να βρει το στήριγμά της. Το κενό του το άφησε κενό. Δεν μπορούσε έτσι κι αλλιώς να πράξει διαφορετικά, αφού φεύγοντας πήρε μαζί του πτυχές απ’ την ψυχή της. Κι αυτά τα κομμάτια θα ‘ναι για πάντα δικά του με την απουσία τους έντονα αντιληπτή, ακόμη κι αν αυτός δεν το μάθει ποτέ. Ωστόσο πρέπει να αποδεχτεί τις πληγές της και να μάθει να ζει με αυτές, πρέπει να μάθει να «’ναι καλά».
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη