Διάβασα κάποτε κάπου «Να αγαπιέστε κρυφά, κρατάει περισσότερο», μα δεν είχα καταλάβει ακριβώς το νόημά του. Κρυφά από τους άλλους ή κρυφά κι από μας; Άρχισα, έτσι, να παρατηρώ τη φυσική ροπή του ανθρώπου στο να εκδηλώνει βιαστικά κάθε μεγάλη του καψούρα. Έτσι δεν είμαστε όλοι; Παρορμητικοί κι ενθουσιώδεις μπροστά σε οποιαδήποτε υποψία έρωτα; Πόσο ζαλίζουμε τους κολλητούς μας –κι όχι μόνο– κάθε φορά που (νομίζουμε πως) είμαστε ερωτευμένοι; Πόσες φορές πιάσαμε τους εαυτούς μας να φλυαρούν για το πρόσωπο που τράβηξε την προσοχή μας, εστιάζοντας σε κάθε μικρή λεπτομέρειά του; Κι ενώ το νιώθαμε πως γινόμασταν πια κουραστικοί, κι ενώ αισθανόμασταν αμήχανα σε κάθε νέα αναφορά, σαν υπνωτισμένοι, δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε.

Υπήρξαν, όμως, κι αυτές οι ιστορίες, οι κάπως χλιαρές κι αδιάφορες, οι –στην αρχή– όχι ακριβώς έρωτες, που άρχισαν λίγο διαφορετικά. Εμείς απογοητευμένοι απ’ τις απογοητεύσεις που μας κέρασε ένας προηγούμενος έρωτας ή απλώς σε κατάσταση άρνησης, προσπαθώντας να αποφύγουμε το αναπόφευκτο. Ναι, το τραυματικά μοιραίο θα ‘ταν να κεραυνοβοληθούμε πάλι, γιατί αυτό το σατανάκι –ναι, μοιάζει περισσότερο σε δαίμονα παρά σε άγγελο– ξέρει καλά να μας βασανίζει.

Σε αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, που θέλαμε και δε θέλαμε, που αισθανόμασταν ανέτοιμοι, και προσπαθούσαμε να μας πείσουμε πως δεν είναι δα και τίποτα σπουδαίο, δε μιλούσαμε σε όλους για το τι συμβαίνει στη ζωή μας, για την ακρίβεια δεν παραδεχόμασταν καν στον εαυτό μας τι νιώθαμε. Κι αν κάποτε κάποιος φίλος ρωτούσε πώς τα πάμε και σε τι φάση είμαστε, απαντούσαμε ένα ξερό «Θα δείξει, σιγά-σιγά». Πασχίζαμε, όσο ήταν δυνατόν, να μην ασχοληθούμε, να μην το αφήσουμε να μας επηρεάσει. Παίρναμε ένα μπαλόνι και το ξεφουσκώναμε. Ίσως για να μην το τρομάξουμε, ίσως για να μη μας τρομάξει. Και κάπως έτσι, ασυνείδητα, κρατούσαμε μια απόσταση απ’ τα φώτα και τη βαβούρα. Και τελικά το ζήσαμε κρυφά, ιεροτελεστικά, και το απολαύσαμε όσο τίποτα. Ακούγεται δελεαστικό, έτσι δεν είναι;

Κλειδώνοντας ένα συναίσθημα μέσα σου, κρατάς κι όλο τον ενθουσιασμό που θα σκορπούσες με το να μιλάς διαρκώς γι’ αυτό. Η λαχτάρα σου να το εκφράσεις, συσσωρεύτηκε μέσα σου και μετατράπηκε σε ανυπομονησία να το ζήσεις. Έγινε αγωνία για την επόμενη συνάντηση. Κι όσο δεν το έντυνες με προσδοκίες κι άρα δεν απογοητευόσουν, ο καρπός μέσα σου μεγάλωνε, δημιουργώντας εντονότερο δέσιμο.

Έδινες, έτσι, την ευκαιρία στον έρωτα να ανθίσει. Ήταν λες και του παρείχες οξυγόνο με το να τον κρατάς μακριά απ’ τις τοξικές γνώμες του κόσμου και το βάρος των υπερβολικών απαιτήσεών σου, μακριά από ζήλιες και κακίες.

Όταν ενθουσιάζεσαι έντονα με κάτι, και το διαφημίζεις πολύ, το αποδυναμώνεις. Σαν ένα άγουρο φρούτο που βιάζεσαι να το φας, μα ακόμη δεν έχει να σου προσφέρει καμία γεύση, και πιθανότατα θα καταλήξει στα σκουπίδια με ‘σένα απογοητευμένο και πεινασμένο. Όταν δίνεις χρόνο στους ανθρώπους και τις καταστάσεις, όταν δεν πιέζεις τα συναισθήματα και δεν περιμένεις πολλά, τα αφήνεις να σε εκπλήξουν με τον καλύτερο τρόπο.

Ειδικά στην περίπτωση του έρωτα, εκείνου του αντιδραστικού παιδιού, όσο τον αρνείσαι, τόσο προσπαθεί να σου αποδείξει πως είναι εδώ! Πιο δυνατός από όλους τους φασαριόζικους ενθουσιασμούς που βιάστηκες να ονομάσεις καψούρες!

Συντάκτης: Κατερίνα Παλατέ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη