Είναι και εκείνες οι στιγμές που περιπλανιέσαι ανίδεος, χαμένος στις σκέψεις σου και ψάχνεις απεγνωσμένα τρόπο διαφυγής. Πώς να δουλεύουνε άραγε οι μηχανές του χρόνου; Μα πού να ξέρουμε εμείς. Άνθρωποι είμαστε απλά που ψάχνουμε τρόπους να ζήσουμε ξανά κάποιες στιγμές που έχουν πέσει στη λήθη μέσα από το πέρασμα του χρόνου. Και αφού καμία μέρα δεν μπορεί να είναι ακριβώς ίδια με μια προηγούμενη, τότε κάποιες στιγμές αδύνατον να επαναληφθούν. Μόνο ένα πράγμα μπορεί να μας φέρει πλέον κοντά σε αυτές. Η μνήμη.
Η μνήμη φυλάει σαν πολύτιμο φυλακτό κάθε μας ανάμνηση, καλή ή κακιά, και μπορεί να την φέρει στο προσκήνιο ζωντανεύοντας την μέσω κάποιου ερεθίσματος είτε αυτό είναι οπτικό, ακουστικό ή οσφρητικό. Σε όλους ανεξαιρέτως έχει συμβεί αυτό. Είναι σαν βιολογικό ένστικτο, όπως η μυρωδιά της θάλασσας σου ορίζει το καλοκαίρι και η αίσθηση του χιονιού τον χειμώνα.
Εκεί λοιπόν που περπατάς με τους κολλητούς, γυρνάς σε μια βιτρίνα να χαζέψεις. Εκεί, δεξιά από τη βιτρίνα, στο παγκάκι αντικρίζεις ένα ζευγαράκι που αράζει αγκαλιά και τότε ο χρόνος και όλα γύρω σου σταματάνε. Στο μυαλό σου βρίσκεται μόνο αυτός, ο παλιός σου έρωτας. Θυμάσαι τότε που κυκλοφορούσατε εσείς αγκαλιά ή χέρι-χέρι και έτσι σιγά-σιγά κάνεις μια αναδρομή στο παρελθόν, στις κοινές σας αναμνήσεις, στα αστεία σας, στο πρόσωπό του/της. Είναι λες και βρίσκεται τώρα κοντά σου, μα όταν σε φωνάζουν και επιστρέφεις στο παρόν, χάνεται. Γι΄αυτό σε αυτή την περίπτωση δεν θα ήταν σοφό να καταναλώσεις αλκοόλ για το υπόλοιπο βράδυ.
Ή ακόμη, και ένα συγκεκριμένο μέρος θα μπορούσε να σου προκαλέσει κάτι ανάλογο, όπως για παράδειγμα το παλιό σου σχολείο. Τι και αν περνάς από εκεί αργά το απόγευμα, στα αφτιά σου ηχεί ακόμη το κουδούνι για το διάλειμμα. Και έπειτα από αυτό η βαβούρα, ο σαματάς, η καντίνα και οι φωνές των αγαπημένων σου καθηγητών και φίλων. Πόσο έχεις λησμονήσει αυτές τις μέρες. Και πόσο πολύ χαίρεσαι που μπορείς να τις κρατήσεις μέσα σου αθάνατες, λες και δεν πέρασε μια μέρα. Μην φλυαρείς άλλο όμως, τρέχα, δε θα προλάβεις την τελευταία τυρόπιτα!
Πέρα από σχολικές αυλές, η μνήμη έχει τη δύναμη να ανασταίνει -έστω και για λίγο- τα αγαπημένα μας πρόσωπα, που δεν κατάφεραν να μείνουν δίπλα μας στην πορεία του χρόνου. Και αυτό είναι ένα από τα μεγάλα ατού τις, γιατί σου δίνει την ευκαιρία να νιώσεις πως ζεις για λίγο ακόμα με ανθρώπους που έφυγαν νωρίς. Για παράδειγμα, κάθε φορά που κάποιος στη γειτονιά έχει βάλει ψησταριά, και φτάνει στη μύτη μου η κάπνα απ’ τα ψητά, κλείνω για λίγο τα μάτια και όταν τα ανοίγω ξανά είναι εδώ ο παππούς μου, του οποίου ήτανε το αγαπημένο φαγητό. Ακούω τη φωνή του να φωνάζει πως θέλει ακόμα λίγο. «Άντε και μας έπνιξε αυτή η τσίκνα!». Αλήθεια λένε θαρρώ, πως ένας άνθρωπος θα συνεχίσει να ζει εφόσον υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που τον σκέφτονται. Μόνο όταν χαθεί και ο τελευταίος που θα τον σκέφτεται, μόνο τότε πεθαίνει πραγματικά.
Εν κατακλείδι, οι αναμνήσεις μας είναι ο πιο πολύτιμος μας θησαυρός. Είναι αυτές που καθορίζουν ποιοι είμαστε και τι ζήσαμε. Η δική μας πινελιά σε αυτόν τον όμορφο πίνακα που ονομάζεται «ζωή». Συνήθως έρχονται αιφνίδια και φεύγουν αφήνοντας πίσω τους μια γλυκόπικρη γεύση. Όπου κι αν πας, όμως, αυτή θα είναι εκεί, αναπόσπαστο κομμάτι σου. Θα σε ακολουθεί και θα κάνει της παρουσία της αισθητή με την πρώτη ευκαιρία.
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.