Tattoo ή tattow. Μία λέξη δανεισμένη απ’ το πολυνησιακό λεξιλόγιο, που σημαίνει ορθός, έντεχνος. Εισαγόμενη κατά τον 18ο αιώνα στο δυτικό λεξιλόγιο, μετά τα ταξίδια στις πατρίδες της δερματοστιξίας, του φυσιοδίφη Σερ Τζόζεφ Μπάνκς. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει στο ημερολόγιό του ο περιπετειώδης Τζόζεφ (ο ίδιος είχε τατουάζ και μάλιστα πριν το ταξίδι του): «Τώρα θα κάνω αναφορά στον ανεξίτηλο τρόπο που σημαδεύουν τον εαυτό τους, ο καθένας τους σημαδεύεται τόσο ανάλογα από το χιούμορ του ή τη διάθεσή του».
Κι ενώ, λοιπόν, το λεξιλογικό δάνειο υφίσταται από τον 18ο αιώνα και μετά, η τέχνη του τατουάζ υπάρχει από αρχαιοτάτων χρόνων. Ιθαγενείς, όπως οι Αινού της Ιαπωνίας, διατηρούσαν παραδοσιακά τατουάζ προσώπου. Οι Αυστροασιάτες επίσης. Ενώ οι δικοί μας πρόγονοι, 90 γέννες και πλέον πίσω, αρχαίοι Έλληνες, χρησιμοποιούσαν τα τατουάζ για να στιγματίσουν τους δειλούς και τους αδύναμους, προσδίδοντας μια διαφορετική χροιά στην έννοια του τατουάζ απ’ τους άλλους πολιτισμούς. Μια χροιά που δυστυχώς ο δυτικός πολιτισμός εξυπηρέτησε κι εξυπηρετεί σε μεγάλο βαθμό μέχρι και σήμερα. Προσδίδοντας στη δερματοστιξία (αλά ελληνικά) μία περιθωριακή αντιμετώπιση. Μια αντιμετώπιση που ξεκινάει απ’ τον δρόμο και μεταφέρεται μέχρι τα εργασιακά περιβάλλοντα και τους θρησκευτικός χώρους.
Κι ενώ όπως είδαμε η ιστορία των τατουάζ μοιάζει κι είναι μεγάλη, η μνήμη της ανθρωπότητας μοιάζει κοντόφθαλμη. Όπως, άλλωστε, και με όλα τα ταμπού της εκάστοτε κοινωνικής πραγματικότητας. Έτσι και με τα τατουάζ, η κρίση ακολουθεί τη μόδα σε μεγάλο βαθμό, με κάποια ριζωμένα κοινωνικά κατάλοιπα απ’ το παρελθόν να αιωρούνται. Το πρόσφατο παρελθόν των τατουάζ ευρέως γνωστό σε όλους. Χαρακτηριστικό περιθωριακών ομάδων, με ιδιαίτερη μνεία στους ναυτικούς και τους κατάδικους. Εν έτει 2019, τα τατουάζ πλέον δε θεωρούνται απαραίτητο χαρακτηριστικό των συμμοριών ή των ναυτικών, μιας κι είναι ευρέως διαδεδομένα, καθώς έχει πρόσβαση κάθε κοινωνική ομάδα ή στρώμα για την πραγματοποίησή τους. Αρκεί να αναφέρουμε πως υπολογίζεται ότι πάνω από 36% των νέων στην Αμερική έχει τατουάζ πάνω του κι αυτό το ποσοστό αυξάνεται (έρευνα του Pew Research Center το 2004). Κάνοντας, λοιπόν, οι νέες γενιές το άλμα απ’ το περιθώριο στη μορφή έκφρασης και το ευρέως αποδεκτό γεγονός. Μέχρι πού όμως;
Δυστυχώς μέχρι το κατώφλι της πατροπαράδοτης αγοράς εργασίας, όχι παραπέρα. Η αγωνία που βιώνουν οι έχοντες τατουάζ σε μια συνέντευξη σε ένα παραδοσιακό περιβάλλον εργασίας παραπέμπει σε χρόνια πέτρινα, που λέει κι ένα γνωστό άσμα. Ενώ ο διαχειριστής του ανθρώπινου δυναμικού στο σπίτι μπορεί να ‘χει δύο παιδιά και μια γυναίκα με τατουάζ μανίκι, στον χώρο εργασίας θα απορρίψει έναν υποψήφιο ή θα τον προτρέψει να κατεβάσει το μανίκι, αυτή τη φορά απ’ το πουκάμισό του. Γιατί πολύ απλά δεν ταιριάζει στο προφίλ της εταιρείας που εξυπηρετεί. Λες κι αυτή η εταιρεία είναι μια αόρατη δύναμη παλαιάς εποχής με ένα τατουάζ «πρέπει» στο μέτωπό της. Η κάθε εταιρεία κι ο κάθε εργοδότης οφείλει να ‘ναι το ανθρώπινο δυναμικό του. Αυτό είναι το αίμα του. Οι υπάλληλοι κι οι πελάτες της. Αν αυτοί επιλέγουν να το στιγματίσουν με μελάνι, η επιλογή είναι δική τους, κι όπως αναφέρει ο Σερ Τζόζεφ Μπάνκς, εξαρτάται από το χιούμορ και τη διάθεσή τους.
Σε μια εποχή που ισότητα κι η ελευθερία έκφρασης διατυμπανίζονται ως αναφαίρετα δικαιώματα, τέτοιες αντιλήψεις αφαιρούν πόντους απ’ το κουστούμι που η δυτική κοινωνία πλέκει. Ως ανθρωπότητα οφείλουμε να σηκώσουμε τα μανίκια και να δείξουμε τα σημάδια στο κορμί μας. Είτε αυτά είναι με μελάνι είτε όχι. Η ιστορία επαναλαμβάνεται μόνο όταν κάνουμε τα ίδια λάθη.
Αντί επιλόγου, θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από την προκήρυξη για την πρόσληψη 1.500 νέων ειδικών φρουρών το 2020 στην Ελληνική Αστυνομία:
«… δεν υπερβαίνουν το 28ο έτος της ηλικίας τους, έχουν καθαρό ποινικό μητρώο, δεν φέρουν τατουάζ, είναι σωματικά και ψυχικά υγιείς…»
Υ. Γ. Η νομοθεσία αλλάζει και ξαναλλάζει. Ειδικός φρουρός είχε κερδίσει αποζημίωση 80.000 ευρώ γιατί δεν είχε προσληφθεί από αντίστοιχο πεδίο σε νομοθεσία του 2009 επειδή έφερε τατουάζ. Η νοοτροπία κι οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις αλλάζουν;
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη