Ακολουθεί γνώριμος διάλογος βασισμένος σε αληθινές ιστορίες καθημερινής τρέλας:
-Μαμά, πού έβαλες το καρό το παντελόνι μου; (Ποιος φοράει καρό παντελόνι τη σήμερον ημέρα;)
-Στο ψυγείο. (Τέρας σαρκασμού η γλυκιά μητέρα, πετάει και σαφή υπαινιγμό ότι μεγαλώνει αμοιβάδα).
-Σοβαρά, ρε μαμά!
-Πού να είναι, παιδί μου; Στη θέση του.
Μόλις ακούς το «στη θ…» ξέρεις πως πάει το παντελονάκι. Δεν είναι φυσικά «στη θέση του» ποτέ κι αυτή η θέση μοιάζει περισσότερο με νομαδική φυλή παρά με κάποιο σταθερό σημείο μέσα στο σπίτι.
Το φαινόμενο που περιγράφουμε έχει τις ρίζες του βαθιά χωμένες στη μαμαδίστικη περισσότερο ελληνική –πιστεύω– κουλτούρα (δεν έχω κάνει, βέβαια, κάποια παγκόσμια έρευνα) και μεταλαμπαδεύεται από γενιά σε γενιά, ακόμη κι αν ορκίστηκες κάποτε στη ζωή σου ότι δε θα ακολουθήσεις αυτόν το δρόμο ποτέ. Μοιάζει σαν μια ακόμη σούπερ δύναμη που αποκτούν οι νέες μανούλες από εκείνες που τις καθιστούν πανταχού παρούσες και με αυτή συμπληρώνεται το πακέτο των ήδη αξιαγάπητων φράσεων: «Το μπουφάν σου να βάλεις» –ενώ είναι Μάης μήνας– και «7:30 π.μ. είναι, σήκω, δε θα προλάβεις» -ενώ είναι μάλλον 7 παρά τέταρτο.
Όπως κάθε φαινόμενο που σέβεται τον εαυτό του κι έχει συγκεκριμένα προκαθορισμένα στάδια εξέλιξης, έτσι κι αυτό δε θα μπορούσε να παραστρατήσει απ’ τον κανόνα. Όλα ξεκινάνε στον ύπνο σου. Πρωί Σαββάτου ή Κυριακής συνήθως. Η πολυαγαπημένη σου μανούλα κάνει τις καθιερωμένες δουλειές μέσα στο σπίτι. Αφού τελειώσει με τους υπόλοιπους χώρους, καταλήγει στο δωμάτιό σου που μέχρι πρότινος είχε αναβάλει για να μη σε ξυπνήσει (η γλυκούλα). Και τότε το φαινόμενό μας αρχίζει.
Ξεχνάει τη μέχρι πρότινος ευαισθησία της και με περίσσιο θάρρος εισέρχεται στο χώρο σου. Σαφώς κουρασμένη απ’ τις υπόλοιπες δουλειές, αρχίζει να συμμαζεύει μηχανικά το δωμάτιο, που στο μυαλό της μοιάζει με ζούγκλα του Αμαζονίου –μεταξύ μας ίσως και να είναι κάποιες φορές– συνοδευόμενη η όλη φάση απ’ την κελαηδιστή μουρμούρα της.
Ναι, αυτή τη μουρμούρα που σε κάνει να απορείς γιατί σε γέννησε, τι της προσφέρεις κι εμπεριέχει αναλυτική περιγραφή των δουλειών που κάνει εκείνη την ώρα. Ζηλευτή στην ανάλυση κι απ’ τους μετρ του είδους, αφού βάζει κάτω όλους τους σπίκερ και κάνει τα πλήθη να ζητωκραυγάζουν με ένα εκπληκτικό δίπλωμα της μπλούζας!
Αφού ολοκληρώσει το έργο της, ολοκληρώνεται και το πρώτο στάδιο του φαινομένου μας. Δε νομίζω κάπου εδώ να πιστεύεις ότι είσαι καμιά υπερτυχερή ύπαρξη ώστε να αναζητήσεις το πολυπόθητο αντικείμενο τώρα που το συμμάζεψε; Η διαδικασία αυτή θα γίνει μετά από ένα εύλογο χρονικό διάστημα (3 εβδομάδων τουλάχιστον) κι η σημαντικότητα του να έχεις εκείνο το αντικείμενο εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δε συγκρίνεται ούτε κατά διάνοια με το να έψαχνες γι’ αυτό τη μέρα που το συμμάζεψε.
Έρχεται, λοιπόν, τελικά αυτή η μέρα και λαμβάνει χώρα ο διάλογος –με μερικές παραλλαγές ανάλογα με το αντικείμενο που ψάχνεις– που αναφέραμε στην αρχή του κειμένου. Αφού ολοκληρωθεί και συνειδητοποιήσεις ότι οι πιθανότητες δεν είναι με το μέρος σου, αρχίζει –κατ’ εμέ– το τελικό και πιο ενδιαφέρον στάδιο του φαινομένου∙ αυτό του αλλεπάλληλου παιχνιδιού ενοχών.
-Γιατί, ρε μαμά, συμμαζεύεις τα πράγματά μου; Δε σου έχω πει να μην τα πειράζεις;
-Και τι να κάνω; Να τα αφήσω να μας φάνε οι κατσαρίδες; Κάντε κάτι πια κι εσείς σε αυτό το σπίτι, όλα εγώ τα κάνω.
Δε χρειάζεται να συνεχίσω, έχεις χάσει και το ξέρεις. Κανένα παιδί δε νίκησε τη μάνα του στον καταλογισμό ευθυνών και στην πρόκληση ενοχών. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε. Αφού εκείνη κάνει για σένα πράγματα πριν προλάβεις να μάθεις πώς να της λες ότι τα κάνει λάθος.
Το αντικείμενο χάθηκε, όπως και κάθε πιθανότητα να βρεις το δίκιο σου. Η μανούλα δεν ξεχνά ποτέ, απλά έχει τόσα πολλά πράγματα να κάνει που δε θυμάται κάποιες φορές τόσο καλά. Τα αντικείμενα που περνάνε στη «μαύρη τρύπα» των απολεσθέντων είναι απλώς το τίμημα αυτής της κατάστασης. Δεν πιστεύω να σε πειράζει;
Αντί επιλόγου, θα ήθελα να αποδώσω φόρο τιμής σε δύο μεγάλες κατηγορίες απολεσθέντων αντικειμένων: Αναπαυτείτε εν ειρήνη ολοκαίνουργια ρούχα με καρτελάκια κι εσείς που βρίσκεστε στην ντουλάπα-Νάρνια (εκεί όπου υποτίθεται ότι βρίσκονται τα αντικείμενα, μόνο που εκεί μέσα χάνεσαι κι εσύ ο ίδιος).
Σ’ αγαπάω, μαμά!
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη