«Μωρό μου, δεν μπορώ να κοιμηθώ απόψε!»

«Θες να σου πω ένα παραμύθι;»

«Αρκετά μεγάλη δεν είμαι για παραμύθια;»

«Σήμερα θα σου πω ένα παραμύθι διαφορετικό από τα άλλα. Ένα παραμύθι που συνήθιζα να στο λέω αφότου είχες αποκοιμηθεί. Ένα παραμύθι που το τέλος του άλλαζε μέρα με τη μέρα. Ένα παραμύθι για εμάς τους δύο!»

Μια φορά και έναν καιρό, λοιπόν, ήταν ένα αγόρι. Ένα αγόρι, φοβισμένο όπως όλα τα άλλα. Δε φοβόταν τον πόνο, τη θλίψη ή το θάνατο, αλλά την αγάπη. Δεν είχε ξαναγαπήσει ποτέ στη ζωή του. Και το άγνωστο ήταν κάτι που τον τρόμαζε. Μέχρι που γνώρισε την πιο όμορφη κοπέλα στο κόσμο, ίσως την έβλεπε αυτός έτσι. Δεν έχει πολύ σημασία. Για αυτόν ήταν η πιο όμορφη κοπέλα που είχε δει!

Μαζί της, ξεπέρασε κάθε φόβο του. Μαζί και αυτόν της αγάπης. Την αγαπούσε όσο τίποτα άλλο στη γη. Γιατί του έμαθε κάθε άγνωστη πτυχή της ψυχής του. Μαζί της έκανε όνειρα, και η κάθε μέρα του αποκτούσε όλο και περισσότερο νόημα. Η ζωή του έμοιαζε τέλεια, και η ιδέα ότι θα περάσει όλο το υπόλοιπό της μαζί της τον έκανε ευτυχισμένο. Μέχρι που…

«Μέχρι που τι;»

«Εμφανίστηκε ο δράκος.»

«Χαχά, όλα τα παραμύθια έχουν δράκο!»

«Αυτός ο δράκος είναι διαφορετικός από τους άλλους. Ένας δράκος που συνήθιζε να βγαίνει αφότου έχεις αποκοιμηθεί. Ένας δράκος που το τέλος του άλλαζε μέρα με τη μέρα. Ένας δράκος για εμάς τους δύο.»

«Τι εννοείς δεν σε καταλαβαίνω;»

«Παραμύθι είναι, δεν υπάρχει κάτι που πρέπει να καταλάβεις!»

«Ωραία συνέχισε…»

Μια φορά και έναν καιρό, λοιπόν, εμφανίστηκε ο δράκος. Ένας δράκος διαφορετικός. Δεν ήταν μεγάλος, ούτε τρομακτικός στην όψη. Δεν κατοικούσε καν σε σπηλιά, ούτε πετούσε φωτιά. Απλά είχε τρεις περίεργες ιδιότητες. Το μέγεθός του μεγάλωνε όσο ο φόβος των ανθρώπων. Κατοικούσε στις ψυχές του και τους έκοβε τα φτερά τους.

Ο δράκος αυτός αποφάσισε, λοιπόν, να επισκεφθεί την ψυχή του ήρωά μας. Όντας μικροσκοπικός, του ήταν εύκολο να κατοικήσει σε μια ψυχή πλημμυρισμένη από αγάπη. Και ενώ η είσοδος τού ήταν εύκολη, η εξέλιξή του έμοιαζε αδύνατη. Σε αυτή την ψυχή δεν υπήρχε φόβος να τραφεί και κινδύνευε σοβαρά με τον θάνατο. Καταρρακωμένος από την αφαγία, επέλεγε τα βράδια να κοιμάται, για να εξοικονομεί δυνάμεις και το πρωί να ψάχνει για τροφή.

Όσο και να έψαχνε, όμως, δεν έβρισκε κανένα φόβο. Ο ήρωάς μας έμοιαζε ανίκητος. Έμοιαζε ευτυχής. Απογοητευμένος από αυτή την εξέλιξη. Άρχισε να αποδέχεται τον θάνατο που ερχόταν και επέλεξε το τελευταίο του βράδυ να μείνει ξύπνιος.

Λίγο πριν ξημερώσει, όλα οδηγούσαν εκεί. Μέχρι που…

«Μέχρι που τι;»

«Μέχρι που κοιμήθηκε η πριγκίπισσα…»

«Τι εννοείς πάλι;»

Μια φορά και έναν καιρό σ’ αγάπησα. Σ’ αγάπησα όσο κανέναν άλλον άνθρωπο στον κόσμο. Μα άλλαζα. Κάθε βράδυ που κοιμόσουν άλλαζα. Φυσικά μέρα με τη μέρα δεν ήταν ορατή η αλλαγή, αλλά εγώ άλλαζα. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Δεν μπορούσα να φωνάξω. Γιατί όλο αυτό συνέβαινε μέσα μου. Δε φταίει κανένας άλλος πέρα από μένα. Ίσως, να αγάπησα τόσο πολύ εσένα και να ξέχασα τον εαυτό μου. Ίσως, απλά να εξελίχτηκα, δεν ξέρω αλήθεια.

Μια φορά και έναν καιρό σ’ αγάπησα. Μα τώρα άλλαξα. Δε φταις εσύ, δεν μπορώ να είμαι πια αυτό που ήμουν, ούτε να σου δώσω αυτά που ήθελα κάποτε να σου δώσω. Ο δράκος μου με νίκησε. Εγώ έχασα και δεν φταίει κανένας άλλος για αυτό.

Ο δράκος μου με νίκησε ενώ κοιμόσουν. Έγινα αυτό που φοβόσουν.

«Και τι κάθεσαι και κάνεις ακόμη μαζί μου;»

«Συνεχίζω να ζω το παραμύθι και ας γνωρίζω το τέλος του… Θα σου έλεγα σ’ αγαπώ, αλλά δεν έχουν όλα τα παραμύθια αίσιο τέλος!»

 

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Μάιρα Τσιρίγκα