«Αν ο Χριστός ερχόταν σήμερα σ’ αυτόν τον κόσμο, ξέρετε τι θα Του συνέβαινε; Θα Τον έκλειναν σε ψυχιατρείο και θα Τον υπέβαλαν σε ψυχοθεραπεία, και το ίδιο θα έκαναν στους αγίους Του. Ό κόσμος θα Τον σταύρωνε σήμερα, ακριβώς όπως το έπραξε πριν από δύο χιλιάδες χρόνια, διότι ο κόσμος δεν έχει μάθει τίποτα πέρα από το να κατεργάζεται ακόμη δολιότερες μορφές υποκρισίας.» είχε γράψει σε ένα γράμμα προς τους γονείς του ο π. Σεραφείμ Ρόουζ, το μακρινό 1964.
Μισό αιώνα και 5 χρόνια παραπάνω, τα λόγια του μοιάζουν πιο επίκαιρα από πότε. Η θρησκευτική υποκρισία του λαού όχι μόνο δεν έχει εξαλείφει, αλλά είναι ένα γενικό κατάλοιπο της ελληνικής (κι όχι μόνο) κοινωνίας , εδώ και αρκετούς αιώνες. Κι ενώ, θεωρητικά, η ελευθερία στην πίστη και στην επιλογή θρησκείας έχει πανανθρώπινα κατοχυρωθεί απ’ το 313 μ.Χ., με τη διακήρυξη της ανεξιθρησκίας, στην κοινωνία του 2019 και την καθημερινότητά μας συναντάμε περισσότερους «Φαρισαίους» παρά «Τελώνηδες».
Γι’ αυτούς που δε γνωρίζουν το συγκεκριμένο ευαγγελικό απόσπασμα, συνοπτικά, ο Απόστολος Λούκας προσπαθεί να καταδείξει μέσα από αυτήν την παραβολή, την υποκρισία στην πίστη.
Μέσα στον ναό δύο πρόσωπα, ο τελώνης κι ο φαρισαίος, προσεύχονται. Η προαίρεσή τους, τα κίνητρά τους, όμως, ξένα μεταξύ τους. Ο φαρισαίος, με το προφίλ του κλασικού χριστιανού, επιδεικνύει την ηθική του καθαρότητα και τη θρησκευτική του ευλάβεια, ενώ ο τελώνης, στοχοποιημένος, κυρίως από τη φύση του επαγγέλματός του που συνδέεται με τη διαφθορά, δεν επιδεικνύει τίποτε. Ο φαρισαίος ξεχωρίζει τον εαυτό του απ’ τους άλλους, τους οποίους κατηγορεί. Καυχάται για τη νηστεία και την ελεημοσύνη που κάνει. Απ’ την άλλη, ο τελώνης δεν έχει να καυχηθεί για τίποτε. Γνωρίζει πως είναι ένα τίποτε για τον Θεό. Στέκεται μακριά απ’ τον κόσμο, χτυπώντας το στήθος του και λέγοντας «Θεέ, ελέησέ με τον αμαρτωλό».
Επιστρέφοντας στο σήμερα, πόσους Φαρισαίους συναντάμε καθημερινά; Πόσοι άνθρωποι στον περίγυρό μας τονίζουν πόσο μεγάλη πίστη έχουν στη θρησκεία τους; Πόσο τοξικά κατακρίνουν τον οποιοδήποτε στο μυαλό τους μοιάζει Τελώνης; Αρκεί να μπεις σε μια εκκλησία με αμφίεση που δεν αρμόζει για να ξεχωρίσεις τους ανθρώπους.
Η πίστη αυτών των ανθρώπων τρέφεται απ’ το είναι τους. Ζουν γι’ αυτό. Καλλιεργούν αυτό. Θα τονίσουν τις μέρες που νηστεύουν και τις φορές που έκαναν προσευχή. Θα δείξουν με το δάκτυλο αυτόν που δε νήστεψε ή δε συμβαδίζει με τα χριστιανικά ήθη.
Κι έρχεσαι να αναρωτηθείς, πού λογοδοτούν αυτοί οι άνθρωποι, τελικά; Λογοδοτούν στον Θεό, που υποτίθεται πιστεύουν και διατυμπανίζουν ότι το κάνουν τόσο καλά, ή στον ίδιο τους τον εαυτό και το υπέρμετρο χριστιανικό εγώ τους; Οξύμωρο, γιατί ο ίδιος ο Θεός που πιστεύουν φώναξε «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω»!
Ακόμη πιο δυσάρεστο όταν αυτές οι πέτρες φεύγουν από χέρια πνευματικών. Ανθρώπων που υποτίθεται διαδίδουν το έργο του Θεού κι οποιαδήποτε Θεού, για να μην το περιορίσουμε στο στενό πλαίσιο του χριστιανισμού. Τα παραδείγματα πάρα πολλά και πρόσφατα, με τις κατάρες για τους «Τελώνηδες» να συγκλονίζουν και να καταδεικνύουν απόλυτα αυτό το άσχημο φαινόμενο.
Επειδή, όμως, υπάρχει κι η άλλη πλευρά, αντί επιλόγου θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από το κείμενο «Υποκρισία στην εκκλησία;» του π. Ηρακλή Αθ. Φίλιου, Θεολόγου και Βαλκανολόγου:
«Γεμίσαμε από αυτόκλητους σωτήρες, αλάνθαστους υπερασπιστές ενός ορθόδοξου ήθους, το οποίο, με το εγωπαθές του εαυτού τους, μετέτρεψαν σε ηθικισμό, ευσεβισμό. Γεμίσαμε από τιμητές των πάντων και καινοφανείς ήρωες. Όμως, δυστυχώς, όλοι όσοι εξορίζουν τον Θεό και κρίνουν τον άλλον, γεμίσανε τον κόσμο με τύψεις, φοβικά σύνδρομα, ενοχές, απειλές. Δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό, σκανδαλωδώς, ανέραστους χριστιανούς, απογοητευμένους ανθρώπους, καταθλιπτικά πρόσωπα.»
Ανέραστοι χριστιανοί που φοβούνται τη σκιά τους, έχοντας πλάτη στον ήλιο και φωνάζουν για τα γυαλιά ηλίου που φοράνε.
Καλημέρα, κόσμε.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη