Βιάζεσαι να βγεις το πρώτο ραντεβού σου. Έχεις ταιριάξει όλα τα ρούχα, αξεσουάρ, παπούτσια, και σου λείπει το τελευταίο κομμάτι για να απογειώσεις το στιλ σου.
«Μαμά, είδες πουθενά το λάδι παντελόνι μου;»
«Δεν ξέρω, παιδί μου. Δες στην ντουλάπα.»
«Δεν είναι!»
Φουρτουνιασμένος έχεις κάνει ανάστα ο Κύριος όλο το σπίτι και δε βρίσκεις άκρη. Τότε ξαφνικά ακούς την εξώπορτα να ανοίγει, και με ηρεμία μοναχού Σαολίν, μπαίνει ο αδελφός σου και ρωτάει:
«Τι γίνεται, ρε παιδιά, γιατί τέτοιος χαμός;»
«Άσε με, ρε Κώστα, και δε βρίσκω το παντελόνι μου.»
«Ποιο παντελόνι σου;»
«Το λαδί, το αγαπημένο μου!»
Σιγή επικρατεί στο σπίτι. Ακούς πραγματικά τον ήχο της σιωπής. Μοιάζει με τη νηνεμία πριν την καταιγίδα. Μέχρι που…
Ακολουθεί διάλογος βγαλμένος απ’ τα πιο βαθιά όνειρα του αειμνήστου Νίκου Φώσκολου:
«Τι είναι αυτό που φοράς, Κώστα;»
«Τι είναι αυτό που φοράω;»
«Φοράς το λάδι το παντελόνι μου!»
«Φοράω το λάδι το παντελόνι σου;»
«Θα σε σκοτώσω!»
«Θα με σκοτώσεις;»
Και φυσικά το παντελόνι δε στο πήρε γιατί είχε πάει σε έναν γάμο ή σε ένα συνέδριο ρομποτικής, έστω. Απλά είχε πάει στο περίπτερο για τσιγάρα. Πείνασε. Έφαγε μια μπουγάτσα. Έπεσε η κρέμα πάνω στο παντελόνι, το λέρωσε (φυσικά και θα στο λερώσει, τι είμαστε, τίποτα τυχεροί;) και γύρισε. Αθώος, κύριε πρόεδρε;
«Από μικροί πρέπει να μοιραζόμαστε τα γλυκά και τα παιχνίδια με τα αδέλφια μας», λέει το γνωστό άσμα. Αυτό που δε λέει είναι ότι δε μοιραζόμαστε μόνο τα γλυκά και τα παιχνίδια. Μοιραζόμαστε βρακιά, κάλτσες, μπλούζες, παπούτσια, γυαλιά, φούτερ, κοσμήματα, κολόνια. Κάθε λογής αντικείμενο. Και φυσικά όσο πιο σπάνιο τόσο πιο ποθητό. Η λίστα αυτή μεταξύ των κοριτσιών απογειώνεται και τείνει προς το άπειρο. Νομίζω οι αδελφές μοιράζονται μεταξύ τους τα πάντα εκτός από μαλλιά. Που κι αυτά αν γινόταν θα το κάνανε. Οι τρέσες εξαιρούνται. Οι γκόμενοι όχι, το παίξαμε σε άλλη εκπομπή όμως και κάναμε καλά νούμερα.
Επιστρέφουμε στο θέμα μας, λοιπόν. Θέλω να προσπαθήσουμε όλοι μαζί να μπούμε λίγο στην ψυχολογία του γιατί συμβαίνει όλο αυτό. Θέλω να πιστεύω ότι δεν είναι ζήλια. Απλά νιώθεις το αίσθημα της ανανέωσης και της ευχέρειας επιλογών. Κάτι σαν να πηγαίνεις για ψώνια με μηδέν λεφτά και μάλιστα μέσα στο ίδιο σου το σπίτι. Συμπαντική εμπειρία. Παρένθεση εδώ, έτσι ξεχωρίζουν οι φίλοι από τους κολλητούς:
Φίλος/η: Πολύ ωραίο, από πού το πήρες;
Κολλητός/η: Πολύ ωραίο, της Μαρίας είναι;
Κανόνας, σου λέω! Συνεχίζουμε στην κατηγορία των αγορών. Και πάμε στα πραγματικά ψώνια. Αυτά που όντως σπαταλάς χρήματα για να πάρεις κάτι στο αδελφάκι σου. Δεν υπάρχει αδελφός μα αδελφός στον κόσμο ή αδελφή μα αδελφή στη γη (για να κάνει ομοιοκαταληξία) που να μην έχουν στο πίσω μέρος του μυαλού τους ότι ψωνίζουν και για την αφεντιά τους. Είτε το νούμερο θα ‘ναι μεγαλύτερο με την ελπίδα ότι θα μείνει σε ‘σένα, είτε το γούστο σου εκείνη τη μέρα θα ‘ναι επηρεασμένο, άθελά σου πάντα, απ’ τα δικά σου στάνταρ.
Σε φάση, δηλαδή, ψωνίζεις σουτιέν.
-«Τι είναι αυτό;»
«Μπλε σουτιέν. Αφού το μπλε είναι το αγαπημένο σου χρώμα.»
«Μαρία μπαίνω φαντάρος σε δύο μέρες.»
Τι, νόμιζες ότι δε συμβαίνει στα ετερόφυλα αδέλφια; Πρόσεξε απλά γύρω σου πόσα φούτερ κυκλοφορούν σε λάθος νούμερο και πόσες ροζ κάλτσες σε ανδρικά πόδια. Επιστρέφω στην αγαπημένη μου κατηγορία των δύο (ή και παραπάνω) αδερφών του ίδιου φύλου. Εκ των πραγμάτων αυτή η κατηγορία έχει περισσότερα να μοιραστεί. Αυτό που με γοητεύει, όμως, είναι η διαμάχη κι οι άτυποι κανόνες που ενυπάρχουν σε αυτή τη σχέση.
Δεν υπάρχει ρούχο που να μην έχει δοκιμαστεί τουλάχιστον μία φορά κι απ’ τους δύο. Υπάρχουν πάντα ρούχα που δεν ξέρουν κανείς σε ποιον ανήκει αλλά το διεκδικούν κι οι δύο. Τα νούμερα και τα κιλά ποτέ δεν παίζουν σημαντικό ρόλο για να ξεχειλώσεις το αγαπημένο t-shirt του/της αδερφού/αδερφής σου. Και το σημαντικότερο! Πάντα μα πάντα θα υπάρχει ο «πλούσιος» με την απεριόριστη γκαρνταρόμπα κι ο «φτωχός συγγενής». Μη ρωτήσεις ποιος είναι. Ο ένας θα πει τον άλλο.
Θα μπορούσα να γράφω για ώρες γι’ αυτό το θέμα, αλλά φοβάμαι μην καταλάβει ο αδελφός μου πως του πήρα το λαπφξφΓΦ…
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη