Γυρνάω απ’ τη δουλειά εξαντλημένος. Το κεφάλι μου πάει να σπάσει απ’ την υπερπληροφόρηση της ημέρας. Ανοίγω την πόρτα και σε βλέπω να κοιτάς έξω απ’ το παράθυρο. Θα προσπαθούσα να ερμηνεύσω το βλέμμα, σου αλλά είμαι πολύ κουρασμένος. «Τι κάνεις, αγάπη μου;» ρωτάω και σου δίνω ένα φιλί. Δε θυμάμαι ακριβώς τα λόγια σου, αλλά το νόημα ήταν πως είπες ότι είσαι καλά.

Ξεντύνομαι γρήγορα και πηγαίνω στο μπάνιο. Βάζω το κεφάλι μου κάτω απ’ το ντους κι οι σκέψεις μου συνεχίζουν να με ταλαιπωρούν. Για λίγο χάνομαι μέσα στο ζεστό νερό και σκέφτομαι το φιλί που σου έδωσα. Δεν ήταν τόσο θερμό. Είμαι εμφανώς επηρεασμένος απ’ την πίεση της ημέρας. «Θα επανορθώσω!» φωνάζω στο υποσυνείδητό μου. Κλείνω τη βρύση, τυλίγω μια πετσέτα γύρω μου και βγαίνω απ’ το μπάνιο. Εσύ ακόμα στέκεσαι εκεί, στο παράθυρο. Μόνο που αυτή τη φορά είσαι με τα μάτια κλειστά. Είχες αποκοιμηθεί, μωρό μου, δίπλα στο περβάζι. Σε παίρνω αγκαλιά και σε πηγαίνω στο κρεβάτι μας. Σε σκεπάζω και σου δίνω ένα φιλί στο μέτωπο. Ήδη νιώθω καλύτερα. Μπορώ να κοιμηθώ χωρίς τύψεις.

Το επόμενο πρωί, όπως κάθε πρωί, φεύγω πριν ξυπνήσεις για τη δουλειά. Η μέρα, όπως κάθε μέρα, είναι δύσκολη. Απλά η σημερινή μοιάζει ακόμη περισσότερο. Πίεση ανελέητη. Υποχρεώσεις παντού κι ένα αφεντικό με λίγες στιγμές ανθρώπου στο μυαλό μου. Πόσα να αντέξει κι αυτό το έρημο. «Σήμερα θα αργήσω, ματάκια μου. Μη με περιμένεις», σου γράφω, «Κοιμήσου, θα ‘ρθω αργά». Η ώρα δεν περνάει και το «αργά» φαντάζει ακόμα πιο αργά. Η δουλειά δεν τελειώνει ποτέ. Δε θα τελείωνε και μια βδομάδα συνεχόμενα να ήμουν εκεί. Μέχρι που κλείνουμε.

Η εργατική πρωτομαγιά κι οι αιματοβαμμένες εξεγέρσεις περίπου 150 χρόνια πριν στο Σικάγο μοιάζουν ένα γλυκόπικρο αστείο. Φυσικά και δε θα τέλειωνε η ταλαιπωρία μου εδώ. Βλέπω το λεωφορείο να περνάει 50 μέτρα πριν φτάσω στη στάση. Και το επόμενο που έρχεται, για κάποιον ανεξήγητο λόγο, ακολουθεί ένα διαφορετικό δρομολόγιο από αυτό που κάνει κάθε φορά. Ρωτάω τον οδηγό απορημένος και μου απαντάει κοφτά πως είναι κλειστοί κάποιοι δρόμοι. Καμία πορεία θα ‘χει, σκέφτομαι, κι η εργατική πρωτομαγιά παίρνει την εκδίκησή της.

Το λεωφορείο με αφήνει ένα χιλιόμετρο απ’ το σπίτι. Αυτό που μου έλειπε τώρα ήταν ένας βραδινός περίπατος. Καθώς πλησιάζω, βλέπω περιπολικά κι ασθενοφόρα να περνάνε. Ατύχημα, ληστεία, κάτι τέτοιο πρέπει να έγινε, σκέφτομαι αστραπιαία. Φτάνω στο τετράγωνό μας και βλέπω πως είναι περικυκλωμένο με τη χαρακτηριστική ερυθρόλευκη κορδέλα. Η σκέψη μου κατευθείαν πάει σε ‘σένα. Τρέχω, μπαίνω στην πολυκατοικία. Ανεβαίνω όσο πιο γρήγορα μπορώ τα σκαλιά μέχρι τον τέταρτο κι ανοίγω την πόρτα. Αυτή τη φορά δε στεκόσουν στο παράθυρο. Το παράθυρο, όμως, ήταν ανοιχτό.

Φωνάζω το όνομά σου απεγνωσμένα. Δε μου απαντάς. Πηγαίνω προς το παράθυρο. Και βλέπω ένα άσπρο σεντόνι κάτω. Και δύο αστυνομικούς από πάνω. Μοιάζει να ‘χει άνθρωπο. Δε θέλω να το πιστέψω. Δε θέλω ούτε καν να διανοηθώ ότι μπορεί να ‘σαι εσύ. Κλείνω το παράθυρο νευρικά και τρέχω να κατέβω κάτω. Δεν πρόλαβα. Η άκρη του ματιού μου εντοπίζει το σημείωμα στο τραπέζι:

«Δεν πήδηξα εγώ. Εσείς με σπρώξατε. Κάθε φιλί που δε δώσατε. Κάθε παιχνίδι που δεν παίξατε. Κάθε σιωπή που κρατήθηκε. Κάθε φόβος που καλύφθηκε. Κάθε “μαζί” που θυσιάστηκε για τα εγώ σας. Δεν πήδηξα εγώ, εσείς με σπρώξατε.

Η παντοτινή η αγάπη η ίδια»

 

«Γύρισες, μωρό μου;»

«Ναι! Γιατί δεν απαντάς που σε φωνάζω; Δε βλέπεις τι γίνεται; Σου μιλάω, δεν ακούς;»

Αποκοιμήθηκε πάλι…

 

Η αποδυνάμωση της αγάπης σε μια σχέση γίνεται σταδιακά κι αθόρυβα. Το φιλί που δε δόθηκε. Οι χαμένες σκέψεις για την επόμενη μέρα στη δουλειά. Το παιχνίδι που δεν παίχτηκε και το «Άσ’ το για αύριο» που ειπώθηκε. Το «μπαμ» του έρωτα δίνει τη θέση του στη σταδιακή εξασθένιση. Οι προσδοκίες για τον μεγάλο έρωτα τον παντοτινό σβήνουν απ’ τον ίδιο μας τον εαυτό. Γυρνάμε στο εγώ και ξεχνάμε τη δύναμη του «μαζί».

Η ύπουλη κι αθόρυβη αποδυνάμωση φοβάται μόνο τη φωναχτή και καθημερινή ειλικρίνεια. Την καθημερινή επικοινωνία και την ωρίμανση μέσα από αυτή. Μια ωρίμανση που χρειάζεται κόπο και προσπάθεια καθημερινά. Μια προσπάθεια αέναη.

«Αέναα έμαθα να σ’ αγαπώ, όχι γιατί φοβάμαι τη στιγμή τη μία. Σε αυτές όλοι καλοί είμαστε. Στις πολλές δειλιάζουμε. Θέλει θάρρος να σκοτώσεις το εγώ σου χωρίς να αυτοκτονήσεις. Θέλει θάρρος να χάνεις προσπαθώντας να νικήσεις. Σ’ αγαπάω αιώνια γιατί σ’ αγάπησα καθημερινά. Σ’ αγαπάω πάντα, όχι “για πάντα”!»

Συντάκτης: Γεώργιος-Κωνσταντίνος Ψύλλας
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη