Μια σχετικά νέα και καθόλου ευχάριστη λέξει αποτελεί το “Doxxing”, το οποίο προέρχεται από την αγγλική λέξη docs (dropping dox ή documents). Αν κι εμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990, στις μέρες μας αποτελεί τον πιο συχνό τρόπο πολιτικών και προσωπικών πολέμων. Πώς λειτουργεί; Ουσιαστικά πρόκειται για την επί τούτου δημοσίευση προσωπικών δεδομένων Online για τα οποία φυσικά δεν έχεις δώσει συγκατάθεση, με σκοπό τον εξευτελισμό, την έκθεση, τη διαπόμπευση και γενικώς τη δ@λοφονία του χαρακτήρα σου.
Ο λόγος αυτής της επίθεσης έχει να κάνει με το ότι το άτομο – στόχος, υποστηρίζει έναν σκοπό ή έχει μια πεποίθηση που είναι αντίθετη με αυτή που ο θύτης υποστηρίζει. Ένα κοινό κίνητρο, επίσης, είναι η εκδίκηση. Στον αντίποδα, υπάρχουν και φορές που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως επαναστατική κίνηση, όταν στρέφεται απέναντι σε πολιτικά πρόσωπα, κάνοντας expose σκάνδαλα και κινήσεις κάτω από το τραπέζι. Η ομάδα χάκερ Anonymous κάνει doxxing σε άτομα εξουσίας από το 2011, με σκοπό να επιστήσει την προσοχή για διάφορα κοινωνικά θέματα. Σε γενικές γραμμές, όμως, παραμένει μια μορφή ηλεκτρονικού εγκλήματος. Τι είναι αυτά που οι χάκερς περιμένουν να ψαρέψουν και στη συνέχεια να δημοσιοποιήσουν; Ιδιωτικές πληροφορίες, προσωπικά στοιχεία, αριθμοί πιστωτικών καρτών, σαρώσεις εγγράφων ταυτότητας, εμπιστευτικές διευθύνσεις σπιτιού ή αριθμούς κινητών τηλεφώνων.
Αν και ηθικά αμφισβητήσιμο, το doxxing σε αρκετές χώρες δε θεωρείται ακόμα παράνομο, καθώς βρίσκεται με το ένα πόδι στην ελευθερία που έχει το κάθε άτομο να δημοσιεύει εικόνες, ιδέες κι έγγραφη έκφραση, και το άλλο, στο νόμιμο δικαίωμα ενός ατόμου να βρει τις δημόσια διαθέσιμες πληροφορίες κάποιου και να τις αναδημοσιεύσει στο διαδίκτυο. Ωστόσο, ξεπερνά τα όρια του νόμιμου, εάν οι πληροφορίες αποκτηθούν μέσω hacking και χρησιμοποιηθούν προς βλάβη άλλου ατόμου. Κοινώς, όπως καταλαβαίνετε, μιλάμε για μια μορφή διαδικτυακού εκφοβισμού, που μπορεί να βλάψει μη αναστρέψιμα τον οποιοδήποτε, (από τον απλό πολίτη έως ακόμα κι άτομα που βρίσκονται σε υψηλές θέσης μιας κυβέρνησης), αλλά ακόμα, λόγω τις κατάχρησης της λέξης «ελευθερία» και «νόμιμο δικαίωμα», ο νόμος δεν μπορεί να μας προστατεύσει, αν δεν εξεταστούν οι χίλιες και μία προϋποθέσεις που θα καταστήσουν τη δραστηριότητα αυτή από νόμιμη σε παράνομη.
Η πιο ισχυρή αυστηροποίηση, μέχρι στιγμής, δόθηκε το 2006, από το Περιφερειακό Δικαστήριο του Μαρβούργου (πόλη στο κρατίδιο της Έσσης στη Γερμανία), έκρινε ότι αποτελεί ποινικό αδίκημα η δημοσίευση «προσωπικών δεδομένων στο Διαδίκτυο που δεν είναι γενικά προσβάσιμες, με σκοπό να βλάψει άλλον». Ακόμη κι αν κάποιος, δηλαδή, κατασκοπεύει πληροφορίες χωρίς εξουσιοδότηση, τιμωρείται σύμφωνα με το Άρθρο 202α του Ποινικού Κώδικα κι υπάρχει κίνδυνος χρηματικής ποινής ή φυλάκισης έως και 3 ετών. Στις Ηνωμένες Πολιτείες ενδέχεται να χαρακτηρίσουν το doxxing ως έγκλημα εάν τα δεδομένα ελήφθησαν παράνομα ή εάν η επίθεση doxxing περιλαμβάνει διαδικτυακό εκφοβισμό ή παρενόχληση. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αντίστοιχα, απαγορεύεται καθολικά, βάσει του Γενικού Κανονισμού για την Προστασία Δεδομένων 95/46/ΕΚ. Σε γενικές γραμμές, το doxxing δεν επιτρέπεται σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης όπως το Instagram, το Facebook, το Twitter και το Reddit, καθώς αποτελεί παραβίαση των Όρων Παροχής Υπηρεσιών και μπορεί να οδηγήσει σε ban.
Τι μπορούμε εμείς να κάνουμε για να προστατευτούμε; Να προσέχουμε πολύ ποια κομμάτια του εαυτού μας αφήνουμε ελεύθερα προς κοινοποίηση στα σόσιαλ, να ελέγξουμε τις ρυθμίσεις απορρήτου στους λογαριασμούς μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης όσο αναφορά στοιχεία προσωπικής ταυτοποίησης, την ορατότητα του λογαριασμού μας, να επεξεργαστούμε ποιοι μπορούν να δουν τις αναρτήσεις μας ή να διαγράψουμε και κάτι, αν χρειαστεί. Επίσης, σημαντικό είναι να τσεκάρουμε δεδομένα τοποθεσίας GPS που αποθηκεύονται όταν τραβάμε μια φωτογραφία. Θα πρέπει να εξετάσουμε εάν το περιεχόμενο των αναρτήσεών μας επιτρέπει στους άλλους να μάθουν πού μένουμε, όπως αναρτήσεις για το αγαπημένο μας καφέ ή μια selfie που δείχνει την πινακίδα μας στο βάθος. Η χρήση ισχυρών κωδικών πρόσβασης και η χρήση ενός VPN, είναι κάτι που θα μας δώσει μια έξτρα προστασία, επίσης.
Τώρα, αν παρότι τις προσπάθειες μας, πέσουμε θύμα doxxing , τότε από τα πρώτα βήματα που μπορούμε να κάνουμε, είναι να το αναφέρουμε στην Αστυνομία, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσής μας καθώς καλό θα ήταν να ειδοποιήσουμε την τράπεζά μας. Επίσης, σημαντικό να αλλάξουμε το όνομα χρήστη και τους κωδικούς πρόσβασής μας.
Παρότι όλοι μπορούμε να πέσουμε θύματα doxxing, έρευνες δείχνουν ότι οι γυναίκες είναι αυτές που επηρεάζονται περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, από τις 51 χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα (παγκόσμια έκθεση για το 2020 από την Economist Intelligence Unit (EIU)) το 45% των γυναικών της γενιάς Z και οι Millennials αναφέρουν ότι έχουν πέσει θύματα, σε σύγκριση με το 31% των γυναικών της γενιάς X και των Baby Boomers, ενώ το 85% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα συνολικά ανέφεραν ότι έχουν γίνει μάρτυρες διαδικτυακής βίας κατά των γυναικών, όπως η εκδικητική πορν@γραφία. Ενώ φαίνεται να υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανά περιοχές όπως την Αφρική, τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική και τη Μέση Ανατολή, όπου τουλάχιστον το 90% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα να έχουν επηρεαστεί.
Ένας σημαντικός λόγος είναι ο τρόπος που έχουν εξελιχθεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Markwick and Boyd 2010, Massanari 2017, Mortensen 2016), κι ενθαρρύνουν το μισογυνισμό, τον ρατσισμό και τη διαμάχη μεταξύ των ατόμων με διαφορετικό σ3ξουαλικό προσανατολισμό. Παράδειγμα αυτών των μελετών είναι η πολύ γνωστή υπόθεση doxxing το 2014, γνωστή ως «Gamergate». Ουσιαστικά, ήταν μια οργανωμένη καμπάνια μισογυνιστικής διαδικτυακής παρενόχλησης, κατά του φεμινισμού, της ποικιλομορφίας και του προοδευτισμού στην κουλτούρα των βιντεοπαιχνιδιών. Στόχο, είχαν κυρίως γυναίκες gamers και σκοπό, να τις εκθέσουν, να τις φοβίσουν και να τις παρενοχλήσουν.
Ένα ακόμη παράδειγμα, είναι η περίπτωση όπου ο Lou Dobbs το 2016, παρουσιαστής του Fox News, εντόπισε κι αποκάλυψε προσωπικά δεδομένα της Jessica Leads (η γυναίκα που κατηγόρησε τον πρώην πρόεδρο Donald Trump για σ3ξουαλική επίθεση), θέλοντας να υποβαθμίσει την προσωπικότητά της, μόνο και μόνο γιατί μίλησε ανοιχτά για σ3ξισμό και την αδικία που επικρατεί πάνω σε θέματα ανοιχτής συζήτησης, όταν σ3ξουαλικά σκάνδαλα αφορούν πολιτικούς.
Επίσης, μελέτη έγινε και στη Γερμανία (Götz 2019), κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι το γεγονός του να έχουμε στη διάθεσή μας τόσα εργαλεία και φίλτρα επεξεργασίας της εικόνας μας, οδηγεί τα κορίτσια/γυναίκες να δημοσιεύουν περισσότερες προσωπικού περιεχομένου αναρτήσεις με γνώμονα την «ιδανική ομορφιά», θέλοντας να κερδίσουν μεγαλύτερη επισκεψιμότητα στη σελίδα, κανάλι τους κλπ. Αυτό, όμως, έχει ως αποτέλεσμα, να γίνονται ευκολότερα στόχος μαζικών επιθέσεων στο διαδίκτυο και διαρροών του περιεχόμενου τους. Μέσω της ίδιας μελέτης φαίνεται ότι οι γυναίκες που είναι μέλη φεμινιστικών κινημάτων και μιλούν ανοιχτά στα μέσα δικτύωσης, είναι, επίσης, πιο πιθανό να βιώσουν αυτή τη μορφή παρενόχλησης.
Το doxing είναι τόσο εύκολο να συμβεί και θύμα μπορεί να πέσει ο οποιοδήποτε, ανεξαρτήτως φύλου. Ωστόσο, το ότι συνεχίζουμε να στρουθοκαμηλίζουμε ακάθεκτοι για το τι συμβαίνει μέσα στο ίδιο μας το σπίτι και στρεφόμαστε με πρόθεση βίας σε ό,τι αφορά τον διπλανό μας, αυτό πραγματικά δεν το έχω καταλάβει. Δηλαδή, δε μας απασχολεί το γεγονός ότι μεγαλώνουμε θυμωμένα παιδιά, έχοντας ένα κάρο ψυχολογικά, αλλά μας ενδιαφέρει να κάνουμε bullying στο παιδί του διπλανού, εκθέτοντας στοιχεία της ζωής του. Ίσως γιατί ντρεπόμαστε να ασχοληθούμε με τη δική μας, που καταντήσαμε τόσο μα τόσο μίζερη.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου