Το να είμαστε σε σχέση, είτε μιλάμε για τα χρόνια της γιαγιάς μου είτε μιλάμε για το σήμερα, ήταν, είναι και θα είναι μια κατάσταση που απαιτεί κόπο, φροντίδα και καθημερινή ατομική κι από κοινού δουλειά. Μπορεί να φαίνεται ότι σήμερα τα πράγματα έχουν αποκτήσει μια, ας το πούμε, ελευθερία αλλά αυτό που τελικά απέκτησαν είναι εύκολες διεξόδους και στοίβαγμα των προβλημάτων (του εαυτού μας) κάτω από το χαλί. Κάποτε δεν υπήρχε η ευκολία να αλλάξει ο σύντροφος που είτε οι οικογένειές μας είτε (κάποιες λίγες φορές) εμείς οι ίδιοι επιλέξαμε. Έτσι έκανε ο καθένας ό,τι μπορούσε για να μη χωρίσουν. Το «ό,τι μπορούσε» βέβαια ήτο σχετικό και δε σήμαινε ότι έλυνε και πολλά.
Τώρα από την άλλη, παρότι ο άνθρωπος με τον οποίο κάνουμε σχέση είναι καθαρά και μόνο δικιά μας επιλογή, τείνουμε να μαρκάρουμε τα όποια προβληματάκια από τις πρώτες κιόλας στιγμές και πολύ απλά να περνάμε στο επόμενο άτομο χωρίς ουσιαστική προσπάθεια επίλυσής τους (ακόμα και αν λέμε ότι προσπαθήσαμε). Σκεφτείτε, στη δυσκολία που υπάρχει έτσι κι αλλιώς για τη διατήρηση μιας σχέσης, να προστεθεί και η ψυχική νόσος. Δεν το κάνει ακόμα πιο δύσκολο; Πώς σκέφτεται – νιώθει- το βιώνει ένα άτομο που αποκτά συναισθήματα και θέλει να μπει σε μια σχέση, αλλά πάσχει από κάποια ψυχική ασθένεια; Αυτό είναι ένα θέμα που απασχολεί αρκετά στις μέρες μας, καθώς αφενός η οριοθέτηση του τι είναι η ψυχική ασθένεια δεν είναι ξεκάθαρη και η γραμμή μεταξύ ψυχικής υγείας και ασθένειας είναι λεπτή (σύμφωνα με τους ψυχολόγους/ψυχιάτρους) ενώ, αφετέρου, πολύς κόσμος νοσεί, είτε το γνωρίζει είτε όχι.
Πάμε να δούμε αρχικά πώς ορίζεται. «Η ψυχική ασθένεια είναι μια έννοια που τυπικά υποδηλώνει την ύπαρξη μιας συναισθηματικής διαταραχής ή διαταραχής της σκέψης ή διαταραχής της προσωπικότητας, που επηρεάζει αρνητικά την ψυχικά ευεξία, την υγεία και την ασφάλεια του ατόμου», ενώ «μη υγιής θεωρείται εκείνος που η συμπεριφορά του αποκλίνει από τη μέση συμπεριφορά των υπόλοιπων μελών της κοινότητας και έχει μη ενεργητική προσαρμογή στο φυσικό και κοινωνικό του περιβάλλον, που θα του επιτρέψει να ικανοποιήσει τις βασικές του ανάγκες, δηλαδή τις βιολογικές, ψυχολογικές, οικονομικές, κοινωνικές ανάγκες», σύμφωνα με τον ψυχίατρο Θοδωρή Π. Δασκαλόπουλο.
Στην εποχή που η λανθασμένη, παραμορφωμένη, παρεξηγημένη επικοινωνία έχει τον πρώτο λόγο, το άτομο που θεωρείται / θεωρεί ότι παρεκκλίνει του φυσιολογικού είναι πολύ δύσκολο να μοιραστεί με το περιβάλλον του το ότι πάσχει από ψυχική νόσο, ακόμα κι αν αυτή είναι η πιο γνωστή και συνήθης σε πολλές περιπτώσεις, όπως είναι η κατάθλιψη. Ακόμα δυσκολότερο γίνεται αν πρέπει να το μοιραστούν με τη σχέση τους, καθώς το αίσθημα ντροπής, άγχους, ανασφάλειας και φόβου στο ενδεχόμενο μη αποδοχής ή αλλαγή εικόνας / στιγματισμού από τον άνθρωπο που τρέφουν ερωτικά συναισθήματα, αυτόματα διπλασιάζεται. Κι εκεί, ανάμεσα στα διπλά φορτισμένα συναισθήματα, έρχεται μια σημαντική επιλογή- ερώτηση: «Να αποκαλύψω αυτό που αντιμετωπίζω στη σχέση μου, ή να σιωπήσω;»
Σίγουρα ο φόβος μήπως χάσουμε τον άνθρωπό μας λόγω της αποκάλυψης είναι μεγάλος αλλά αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση με την οποία ζούμε όλο αυτόν τον καιρό. Δεν αλλάζει τα συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα και τις έξτρα δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ο άνθρωπος με τον οποίο θα συσχετιστούμε. Αυτό που αλλάζει είναι αν ο άνθρωπος που επιλέξαμε και μας επέλεξε θα είναι γνώστης του τι συμβαίνει και του τι θα έχει να διαχειριστεί ή όχι. Το καλύτερο λοιπόν, τόσο για το ταίρι μας, αλλά πολύ περισσότερο για το ίδιο το άτομο που το βιώνει, είναι να ενημερώσει για ό,τι διέπει τη ζωή του. Πότε; Μόλις αισθανθεί έτοιμο. Δεν υπάρχει σωστή και λάθος στιγμή σε αυτήν την περίπτωση. Το άτομο με ψυχική νόσο έχει πολλά να σκεφτεί, να βάλει σε τάξη και δουλέψει πριν φτάσει στο σημείο να ανοίξει την είσοδο και να προσκαλέσει το ταίρι του στα άδυτα του ψυχισμού του. Δεν είναι εύκολη κι ανώδυνη πρόσκληση. Είναι όμως μια πρόσκληση αναγκαία, ώστε η σχέση αυτή να μπορεί να προχωρήσει το μονοπάτι της στον χρόνο έχοντας την ειλικρίνεια και τη γνώση σαν βάση.
Το να γίνει επαρκής και σωστή ενημέρωση, όσον αφορά το ποια νόσο αντιμετωπίζει το άτομο, ποια είναι τα χαρακτηριστικά της π.χ. ποια συμπτώματα υπάρχουν, πώς αντιμετωπίζονται, ποιες είναι οι καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν μια έξαρση, το πώς/τι βοηθάει το ίδιο το άτομο εκείνες τις στιγμές, καθώς και η επεξήγηση ότι δε ζητάμε από το ταίρι μας να πάρει τον ρόλο του ψυχοθεραπευτής μας, αλλά να είναι απλά εκεί ως σύντροφος, είναι ύψιστης σημασίας.
Όλες οι σχέσεις έχουν προβλήματα να αντιμετωπίσουν κι εμπόδια να υπερπηδήσουν· οι σχέσεις με άτομα που αντιμετωπίζουν μια ψυχική νόσο δεν είναι πιο δύσκολες, απλά έχουν διαφορετικού τύπου δυσκολίες. Το αν τις επιλέξουμε ή όχι δεν επιδέχεται κριτικής. Είναι καθαρά θέμα επιλογής όπως και σε όλα τα πράγματα στη ζωή μας.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου