«Συγγνώμη, δεν είμαστε στην ίδια φάση»: μια από τις σχετικά πολυσύχναστες ατάκες- λόγος χωρισμού σε μια σχέση. Ένας συχνός λόγος, που όμως κρύβει πολλά περισσότερα από όσα λέει κι από όσα θα θέλαμε να ακούσουμε. Νομίζω, όλοι μας το έχουμε περάσει μία φορά που είτε το είπαμε, είτε το ακούσαμε. Τι σημαίνει στην ουσία και τι εμείς μεταφράζουμε, είναι 2 αντίθετοι κόσμοι. Κόσμοι που για να κατανοηθούν, πρέπει να υπάρχει μια σταθερά, πάνω στην οποία θα χτίσουμε τη θεωρία μας.
Στην προκειμένη, θα θεωρήσουμε ότι το άτομο που έχει λάβει σαν λόγο χωρισμού τον άνωθεν, πρακτικά δεν έχει κάνει κάποιο λάθος, δεν έχει δηλαδή μερίδιο ευθύνης ή λόγο το ίδιο το άτομο για να θέλει να χωρίσει. Βέβαια, οι συνδυασμοί για το πώς επιλέξαμε, διαχειριστήκαμε, νιώσαμε και ζήσαμε μια σχέση είναι πολλοί, άρα και τα αποτελέσματα αρκετά, πράγμα που θα μας δημιουργήσει περισσότερα ερωτηματικά από όσα ήδη έχουμε. Έχοντας λοιπόν αυτό σαν δεδομένο, ας δούμε τι καταλαβαίνουμε, σκεφτόμαστε, αναρωτιόμαστε όταν ακούμε από το πουθενά ότι το ταίρι μας ρίχνει τίτλους τέλους στη σχέση μας, χωρίς εμείς να έχουμε καν σκεφτεί πως θέλουμε να διακόψουμε.
Το πρώτο πράγμα που περνάει από το μυαλό μας, δεν είναι το σοκ αλλά η άρνηση. Αρνούμαστε ότι ακούμε κάτι τέτοιο, νομίζουμε ότι είναι μια κακή μέρα του συντρόφου μας που θα περάσει ή στην καλύτερη, είναι μια πλάκα, ένα κακόγουστο αστείο. Όσο όμως το πράγμα σοβαρεύει, το άλλο άτομο επιμένει στην απόφασή του προσθέτοντας λίγα ακόμα επιχειρήματα για τη φάση που βρίσκεται κι αναλύει γιατί υπάρχει αυτή η διαφορά μήκος κύματος. Τότε, το μυαλό μας γεμίζει με ερωτηματικά, σαν σε φούσκα πάνω από το κεφάλι μας, όπως συνήθως βλέπουμε στις παιδικές ταινίες. Δεν ακούμε πραγματικά τι μας λέει, ενώ το μυαλό μας αρχίζει να μεταφράζει ή στην πραγματικότητα να παραφράζει τα λεγόμενά του, εξάγοντας τα δικά του συμπεράσματα.
Κι εφόσον καταλήξουμε πως το λάθος είναι δικό μας, -για να έχουμε το περιθώριο να κάνουμε και κάτι- τότε και η λύση θα πρέπει να έρθει από μας. Θεωρούμε ότι υπάρχει η πιθανότητα ν’ αλλάξουμε την απόφαση που πήρε κάποιος άλλος για μας, χωρίς εμάς. Έτσι μπαίνουμε σε ένα, χωρίς επιτυχία, τριπάκι να προσπαθήσουμε περισσότερο να διεκδικήσουμε τον άνθρωπό μας. Και γιατί χωρίς επιτυχία; Γιατί εμείς ψάχνουμε μανιωδώς λύση στο πρόβλημα που στην ουσία δεν υπάρχει. Και δεν υπάρχει, γιατί μέσα στην άρνησή μας να δεχτούμε έναν χωρισμό που μας επιβλήθηκε χωρίς να θέλουμε και τον πόνο της απόρριψης που έρχεται σαν ξαφνική σφαλιάρα στο μάγουλό μας, δεν έχουμε δει τι κρύβεται πίσω από αυτή τη μικρή κι απλοϊκή φράση. Δεν έχουμε όντως κατανοήσει το γιατί διαφέρουν οι φάσεις μας.
Τι όντως μας λέει το ταίρι μας; Η απάντηση, αν κι απλή, δυστυχώς πονάει. Και πονάει πολύ. Όσος και να ήταν ο καιρός που περάσαμε μαζί, για όποιο λόγο κι αν εκείνο από τη μεριά του μας επέλεξε, δεν του κάνουμε πια. Όλα όσα είμαστε, όλα όσα δίνουμε, δεν του κάνουν στην παρούσα περίοδο της ζωής του. Έχει ανάγκη από ένα τελείως διαφορετικό άτομο, με διαφορετικά μειονεκτήματα και προτερήματα από τα δικά μας, με διαφορετικό τρόπο που εκφράζει αυτά που νιώθει ή τρόπο που χειρίζεται τις καταστάσεις. Κάποιον άλλο. Όχι εμάς.
Δεν είναι προσωπικό. Δεν έχει να κάνει σε τίποτα μ’ εμάς. Και να σας πω και κάτι; Έχει κάθε δικαίωμα. Όλοι μας περνάμε φάσεις που χρειαζόμαστε συγκεκριμένα στοιχεία από έναν άνθρωπο. Δε θα επιλέγαμε, για παράδειγμα, το ίδιο άτομο και στα 18 μας και στα 30. Ο λόγος -θεωρώ- προφανής. Όταν όμως γινόμαστε εμείς αυτός που δεν επιλέγεται, εκεί η λογική σταματάει.
Αν από την άλλη είμαστε το άτομο που δίνει αυτόν λόγο χωρισμού κι αναρωτιόμαστε αν απαλύνει τον πόνο της απόρριψης που θα αισθανθεί το ταίρι μας, η απάντηση είναι πως όχι. Η απόρριψη παραμένει πάντα απόρριψη όσο όμορφα και αν τη θέσουμε, όσο καλά επιχειρήματα και να δώσουμε. Αυτό το αγκάθι της μη αποδοχής πάντα βρίσκει τον τρόπο να κρατηθεί, καμιά φορά για αρκετά χρόνια, όρθιο.
Γι’ αυτό ας κοιτάξουμε όλοι να είμαστε ειλικρινείς και ξεκάθαροι στο τι ζητάμε και να ακούμε πιο προσεκτικά τι ο άλλος άνθρωπος διατείνεται να δώσει. Ίσως έτσι τα πράγματα να είναι λιγότερο στενάχωρα στο τέλος.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου