Σας έχει τύχει όλα να δείχνουν ότι πρέπει να αλλάξετε εργασιακό χώρο ή φτάσατε στο σημείο που θέλετε να διεκδικήσετε/ζητήσετε κάτι παραπάνω από τον εργοδότη σας, ακόμα κι αν είναι κάποιες μέρες άδειας και ξαφνικά στην ιδέα και μόνο να σφίγγεται το στομάχι σας; Το κεφάλι σας να φτιάχνει χιλιάδες εκδοχές για το πώς θα το πείτε και τι απάντηση θα πάρετε, ποιο θα ναι το ύφος της απάντησης, τι θα υπονοεί η αντίδρασή του ή ακόμα και τι θα σιγοψιθυρίζουν οι συνάδελφοί σας κι αν με αυτό που θα πείτε βγείτε ο κακός της υπόθεσης; Δεν αναφέρω βέβαια στη φοβία της απόλυσης, μιλάω για κάτι πιο βαθύ. Μια φοβία που έχει να κάνει με το πόσο αγαπητοί είμαστε στο περιβάλλον εργασίας μας, σε περίπτωση μιας διεκδίκησης ή μιας αλλαγής σε κάθε τομέα.
Στον συναισθηματισμό πάνω στον εργασιακό τομέα υπάγεται και το να μένει κανείς σε μια δουλειά που δεν τον καλύπτει, γιατί αισθάνεται ότι τον δένουν αναμνήσεις με τη θέση ή το περιεχόμενό της. Σκέψεις όπως «θέλω να αλλάξω τομέα, να πειραματιστώ σε κάτι άλλο, να διαπραγματευτώ τον μισθό μου, τις ώρες/μέρες εργασίας μου, να διαμορφώσω κάπως αλλιώς τον τρόπο που εργάζομαι», μέχρι το «θέλω να προτείνω κάτι διαφορετικό από αυτό που μου ζητήθηκε να κάνω», είναι επίσης στοιχεία που χάνονται εντελώς όταν ο συναισθηματισμός μπλέκει με τα εργασιακά μας. Αυτή ακριβώς, η ερώτηση επί της ουσίας, που κάνουμε στο κεφάλι μας κι αφορά το αν θα πληγώσουμε τον εργοδότη η τον συνάδελφό μας, είναι και η απάντηση στην απορία μας για το αν ανήκουμε στην εν λόγω κατηγορία. Και σταδιακά γίνεται η αχίλλειος πτέρνα μας.
Όλα έχουν να κάνουν με την εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας ως εργαζόμενοι. Την εκδοχή που υποστηρίζουμε. Πώς θεωρούμε ότι είμαστε. Με ποιον και τι θέλουμε να παρουσιαστούμε. Τι προφίλ δείχνουμε και τι θα θέλαμε οι άλλοι να βλέπουν σε μας. Δεν έχει καμία σημασία αν αυτή η εικόνα αληθεύει ή όχι. Το βασικό είναι ότι η εργασία μας γίνεται μια σχέση προσκόλλησης και χάνει τον χαρακτήρα της. Κι αν πούμε πως κάθε τι στη ζωή μας αποτελεί μια σχέση, καθώς η δράση κι η αντίδραση μεταξύ δυο ανθρώπων δημιουργεί αυτή τη δυναμική, δε σημαίνει πως ο δεσμός έχει απαραίτητα και τα πιο αποδοτικά για τη φύση του χαρακτηριστικά.
Η ανάλυση για το πώς πράττουμε όπως πράττουμε στην εργασία μας, πρέπει να αφορά ηθικούς κανόνες και μια καλή συνεργασία. Το αν θα δημιουργηθούν φιλίες ή εκτίμηση μεταξύ συναδέλφων κι εργοδοσίας, δεν είναι λόγος ούτε για να μείνουμε σε μια δουλειά, αλλά ούτε και να φύγουμε. Το αν θα είμαστε αρεστοί είναι σημαντικό να περιορίζεται στον αντικείμενό μας και στο πόσο καλοί επαγγελματίες είμαστε κι όχι στο αν λέμε ναι εκεί που άλλοι λένε όχι, ή το αντίθετο.
Είναι αρκετά δύσκολο να αντιληφθούμε αν έχουμε φτάσει σε αυτό το σημείο συναισθηματικής εμπλοκής, όμως είναι καίριο να το εντοπίσουμε, γιατί σίγουρα κάνει κακό και στην εργασία μας. Αρκεί να αναρωτηθούμε πώς νιώθουμε στην περίπτωση μιας σύγκρουσης, ή όταν ζητάμε μια εξυπηρέτηση ή μια βοήθεια. Αρκεί να οραματιστούμε τι θα γίνει αν θελήσουμε να αλλάξουμε πόστο ή ωράριο και πώς θα αντιμετωπίσουμε μια αρνητική απάντηση σε αυτό. Αρκεί τέλος, να βάλουμε τη δουλειά μας δίπλα-δίπλα με μια ερωτική ή φιλική μας σχέση και να ψάξουμε πού διαφέρουν. Κι αν οι διαφορές είναι εξαιρετικά λίγες, ας μας κάνει αυτό να υποψιαστούμε.
Σίγουρα, ως έναν βαθμό, ο χώρος εργασίας μας, δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από την αντανάκλαση του εαυτού μας και το πού τον έχουμε τοποθετήσει στο σπίτι μας, στην οικογένειά μας, στο φιλικό μας περιβάλλον. Ο εργασιακός μας χώρος, ταυτόχρονα, είναι η καλύτερη μορφή αυτοθεραπείας κι εύρεσης των θεμάτων που έχουμε, εύκολα και άμεσα. Δεν είναι όμως ολάκερη η ύπαρξή μας. Αρκεί να δούμε ότι είμαστε και πράγματα πέρα από τη δουλειά μας, για να μπορέσουμε έστω λίγο να αποστασιοποιηθούμε από αυτή. Τόσο, όσο χρειάζεται για να την κάνουμε καλύτερα, αλλά και να είμαστε καλά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου