Μάνα. Μητέρα. Μαμά. Τι να σου πρωτοπεί κανείς εσένα; Εσένα που μας λάτρεψες από την πρώτη στιγμή που είδες τη δεύτερη γραμμή στο τεστ. Εσένα που μας έβαζες πιο πάνω από κάθε άνθρωπο ή κατάσταση, προτού καν γεννηθούμε. Εσένα που πόνεσες και ξενύχτησες με όλη σου την υπομονή και τον ενθουσιασμό, μόνο που ήξερες ότι θα ερχόταν η στιγμή να μας κρατήσεις. Εσένα που μας κουβάλησες στο σώμα και μας κουβαλάς τώρα στην ψυχή.
Όλοι θα ισχυριστούν ότι η εγκυμοσύνη είναι από τις πιο δύσκολες αποστολές και η διαδικασία του τοκετού, σχεδόν τρομακτική. Το πιο δύσκολο κομμάτι όμως, είναι μετά από αυτόν. Ο τίτλος «μάνα» που φέρεις στους ώμους σου είναι παράλληλα σπουδαίος και βαρύς. Μια δουλειά καθημερινή, δίχως ωράριο ή διαλείμματα. Δασκάλα, νοσοκόμα, ψυχολόγος, μαγείρισσα, οδηγός είναι μόνο λίγα από τα καθήκοντα που σου δόθηκαν. Ένας προσωπικός επίγειος Θεός.
Η σχέση που έχει η μάνα με το παιδί της, είναι ό,τι πιο κοντινό υπάρχει στην «ανιδιοτελή αγάπη». Η μάνα προσφέρει ακόμα και αυτά που δεν έχει. Αυτό το τελευταίο κομματάκι σοκολάτας που σου έδωσε, ακόμα κι αν το λαχταρούσε η ίδια. Τα ρούχα που δεν πήρε και προτίμησε να φοράει τα ίδια, μόνο για να σου πάρει εκείνο το παιχνίδι που είδες στη βιτρίνα και που θα παίξεις μονάχα λίγες μέρες προτού το βαρεθείς και το παρατήσεις. Τα ξενύχτια που έριχνε κάθε φορά που αρρώσταινες, μήπως χρειαστείς κάτι. Το καμάρι που ένιωθε όταν σε έβλεπε να λες το ποίημα σου σε κάθε σχολική γιορτή. Τις φορές που σε μάλωνε κι εκείνη πληγωνόταν περισσότερο.
Κι όταν μεγάλωσες πια, κάθε φορά που έβγαινες και δε σήκωνες το τηλέφωνο, εκείνη έχανε χρόνια από τη ζωή της. Σήκωσέ το το ρημάδι. Κάθε φορά που περνούσες κάποιο χωρισμό, πιο πολύ στεναχωριόταν εκείνη από εσένα. Θυμήσου για μια στιγμή. Πόσες ήταν οι φορές που σε παρηγόρησε χωρίς καν να της το ζητήσεις; Χωρίς καν να της πεις πως κάτι σε απασχολεί. Σε διαβάζει. Και σε κάθε στεναχώρια ή δυσκολία σου, πόναγε πιο πολύ και απ’ όταν σε γέννησε. Αλλά δε θα στο δείξει. Θα φροντίσει πρώτα εσένα κι ας μην τη φροντίσει κανένας. Και σε κάθε παρορμητική σου κίνηση, στέκεται δίπλα σου ενάντια σε όλους, ακόμα κι αν η ίδια δε συμφωνεί.
Κάθε φορά που της λες «Μάνα τα κατάφερα!», πάντα θα πει από μέσα της «κι εγώ…». Ο μεγαλύτερος φόβος της; Να κάνει κάποιο λάθος μαζί σου. Το μόνιμο άγχος της από τη στιγμή που σε γέννησε, μέχρι την τελευταία της πνοή. Αναρωτιέται αν είναι αρκετή, αν είναι τέλεια, αν είναι αυτό που χρειάζεσαι σε κάθε χαρά και λύπη. Αν τη δείχνεις με περηφάνια όταν λες «αυτή είναι η μητέρα μου». Αν είναι άξια. Δίνει την πιο δύσκολη μάχη άοπλη. Και δε ζητάει τίποτα πίσω. Μόνο να νιώθει ότι τα καταφέρνει. Αυτή η επιβεβαίωση είναι το μόνο πράγμα που της δίνει κουράγιο και την οπλίζει.
Και σένα, μαμά μου, από τα πρώτα μου βήματα, τις πρώτες μου αναμνήσεις, σε θυμάμαι δίπλα μου, βράχο ακλόνητο σε κάθε τρικυμία. Δεν πέρασες και λίγα και τα περνάς ακόμα χωρίς να παραπονιέσαι. Σου τρώω την ψυχή κι εσύ μου τη δίνεις απλόχερα. Μου στέκεσαι μάνα και φίλη, ακόμα και τις φορές που δεν ξέρω ούτε εγώ πόσο το χρειάζομαι. Είσαι το αυτί που θα με ακούσει, το χέρι που θα με κρατήσει, ο ώμος που θα κλάψω, η μορφή που θα ψάχνω σ’ ένα κοινό γεμάτο. Με κάνεις να θέλω να πετύχω, μόνο για να κάνω εσένα περήφανη για το παιδί που μεγάλωσες. Και ξέρω τις φορές που κρύβεσαι πίσω από τη μάσκα της «άτρωτης μάνας», ενώ πνίγεσαι. Κι εκείνες τις φορές, δε σου κρύβω, μοιραζόμαστε το ίδιο άγχος. «Σε στεναχώρησα;», «Σε απογοήτευσα;», «Μ’ αγαπάς ακόμη το ίδιο;».
Δεν περνάνε λίγα δευτερόλεπτα και με κοιτάς μ’ ένα βλέμμα που μόνο μια μάνα έχει και μου τα λύνεις όλα. Στα χρωστάω όλα, μαζί και μένα. Μου έδωσες ζωή, και δεν εννοώ με τη γέννα. Δεν ξέρω αν όταν έλεγες πως ήθελες παιδί, φανταζόσουν εμένα. Εγώ πάντως σίγουρα, όσες ζωές και αν ζούσα, δε θα διάλεγα άλλη μάνα. Ό,τι και να συμβεί, όπου και να βρεθούμε, αντιμέτωπες στα ψηλότερα βουνά. Μαζί μπαίνουμε. Μαζί βγαίνουμε. Αυτή είναι η μάνα. Η μητέρα. Α, ρε μαμά.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου