«Ε, δεν πειράζει μωρέ». Θα σου αφήσω λίγο χρόνο να σκεφτείς πόσες φορές έχεις χρησιμοποιήσει αυτή τη φράση και σε πόσες καταστάσεις, τελείως ανόμοιες μεταξύ τους, την έχεις προσαρμόσει κάθε φορά. Το σύνδρομο του «δεν πειράζει» είναι ένα πολύ επικίνδυνο αυτοκαταστροφικό παιχνίδι του εγκεφάλου. Είναι η άμυνα, το τείχος που θα σηκώσεις για να μη δεις το καμένο χωριό στην άλλη άκρη, ή μάλλον καλύτερα, για να μην το ξαναδείς. Εκεί καταλαβαίνεις ότι έμπλεξες. Το είδες να καίγεται ήδη κι αφήνεις το μυαλό σου να βλέπει μόνο ό,τι του επιτρέπεις, έναν τοίχο. Το κακό με τις φωτιές όμως ξέρεις ποιο είναι; Σηκώνουν καπνό, αρκετά ψηλό, που κανένα τείχος δεν μπορεί να καλύψει κι όταν πια φτάσουν σ’ αυτό το σημείο, σημαίνει πως δεν έμεινε τίποτα. Μια επίγεια κόλαση.
«Μα καλά, πως δεν το είδα νωρίτερα;» Αναρωτιέσαι, βασανίζοντας τον εαυτό σου, με κάτι που ξέρεις την απάντησή του. Τον βασανίζεις, γιατί είναι πολύ πιο εύκολο από το να δεχτείς την απάντηση που μέσα σου φωνάζει με μανία αλυσοδεμένη στην πιο μακρινή γωνία του μυαλού. Ξέρεις πως αν το κάνεις, δεν υπάρχει γυρισμός. Το είδες όμως από την αρχή. Αυτή είναι η αλήθεια που αποφεύγεις. Το είδες και το άφησες να καίγεται. Το δικαιολόγησες. Ξανά και ξανά. Σε οικογένεια, φίλους, γνωστούς. Το δικαιολόγησες στον εαυτό σου. Είπες «έτσι θα ‘ναι», στην υπεράνθρωπη προσπάθειά σου να πειστείς για το αυτονόητο κάποιου άλλου. Αυτή η φωτιά, αυτός ο άνθρωπος φαινόταν εξαρχής τι προθέσεις είχε. Δεν μπερδεύονται η γλυκιά φωτιά στο τζάκι που σε ζεσταίνει τον χειμώνα, με τη φονική πυρκαγιά που καταστρέφει ό,τι συναντήσει στο διάβα της. Το μόνο σου παράπονο; Που ήθελες τόσο πολύ να μπορέσεις να ζεσταθείς στην πυρκαγιά. Το μόνο σου λάθος; Που προσπάθησες να την κάνεις φωτιά για το τζάκι σου.
Δε σου έκρυψε τίποτα. Κάθε μέρα σου έδινε σημάδια, μικρά ή μεγαλύτερα. Σημάδια που φανέρωναν τι είναι, τι θέλει, τι ρόλο παίρνει στη ζωή σου. Εκεί τα είχες όλα, στο πιάτο, και το έσπρωχνες μακριά λέγοντας πως δεν πεινάς. Νόμιζες ότι εθελοτυφλώντας, προστατεύεις τον εαυτό σου από έναν πόνο ανείπωτο, που δεν ήθελες ν’ αντιμετωπίσεις. Έπλασες έναν κόσμο ιδανικό για σένα κι όσα θες κι επένδυσες τα πάντα να μετατρέψεις τη φαντασία σε πραγματικότητα, να του δώσεις το όνομα του ανθρώπου που στέκεται απέναντί σου, του ανθρώπου που έδωσες τα πάντα. Στην πραγματικότητα όμως, τον οδηγείς κατευθείαν σ’ ένα τούνελ χωρίς φως στην άλλη άκρη.
Αυτό συμβαίνει όταν δίνεις σε κάποιον τα πάντα. Μετά δε μένει τίποτα για σένα. Άλλαξες, προσάρμοσες τον εαυτό σου, με μοναδική βάση κάποιον που δεν ξέρει καλά καλά να τον σέβεται έστω τυπικά, με την ελπίδα να σώσεις πλέον κάτι μη αναστρέψιμο. Μια πυρκαγιά που έχει ήδη ξεσπάσει στο χωριό που προσπαθείς να κρύψεις. Πλέον όμως δεν είσαι εσύ. Είσαι όλοι αυτοί που άφησες να επηρεάσουν και να ορίσουν την πιο σημαντική σχέση της ζωής σου. Τη δική σου με εσένα. Και δεν ξέρεις πια: απογοήτευσες ή απογοητεύτηκες; Κι αυτό είναι πολύ σκοτεινό μέρος για να κάτσεις και να βολευτείς.
Κάνοντας ένα τσεκ σε κάθε κουτάκι κάποιου άλλου, δε σώζεις τίποτα. Μπορεί να νιώθεις ότι μόνο έτσι τον κρατάς δίπλα σου, αλλά δεν είναι αυτή η περίπτωση. Η επιβεβαίωση πρέπει να δίνεται αυθόρμητα, αβίαστα κι αμοιβαία. Άλλη μία. Αυθόρμητα, αβίαστα κι αμοιβαία. Πόσος καιρός πιστεύεις θα περάσει προτού εξουθενωθείς τελείως; Δε ζεις πια για σένα. Κάποιος άλλος αναπνέει το οξυγόνο σου κι εσύ του το επιτρέπεις. Κι όλο αυτό γιατί ακόμα πιστεύεις ότι θα σώσεις το χωριό πίσω από το τείχος, ενώ πια έχουν μείνει μονάχα τα αποκαΐδια. Και θα μπεις στον πειρασμό να πεις άδικο, σωστά; Τόση προσπάθεια για να μη σου βγει. Κι είναι πολύ άδικο πράγματι. Ειδικά για σένα. Χρωστάς στον εαυτό σου την αγάπη αυτή για την οποία πάλεψες και πάρ’ την από σένα. Μάθε το και κάν’ το τέχνη. Και μετά, μην ξαναεπιτρέψεις να πεις «ε, δεν πειράζει μωρέ». Στη θέα της πυρκαγιάς, μάθε να φεύγεις. Αν μείνεις πολύ, θα καείς ζωντανός.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου