Συναισθήματα. Μια έννοια που δεν ορίζεται και, σε καμία περίπτωση, δε μετριέται. Λόγια όμορφα κι άσχημα, πράξεις μικρές και μεγάλες. Έτσι συνήθως εκφράζονται τα συναισθήματα κάθε φύσης. Ακόμα κι αυτά που προσπαθούμε να κρύψουμε, φανερώνονται από έναν μορφασμό αυθόρμητο κι ανεπίγνωστο. Ο άνθρωπος, από τη μέρα που γεννιέται μέχρι και τη μέρα που πεθαίνει, έχει ανάγκη να εκφράζει αυτά τα συναισθήματα, από τα πιο σημαντικά μέχρι τα πιο αμελητέα. Όχι μόνο με τον κόσμο γύρω του, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό. Έτσι κρατάει επαφή. Τι συμβαίνει όταν παύει να υφίσταται αυτή η επαφή, αυτή η επικοινωνία;

Νέα πραγματικότητα. Έτσι δεν έλεγαν οι ειδήσεις το ’19 με την έναρξη της πανδημίας; Πρέπει να συνηθίσουμε μια καθημερινότητα, τελείως διαφορετική. Οι πρώτες αντιδράσεις ήταν σχεδόν αναμενόμενες. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να καλωσορίσει κάτι τέτοιο στη ζωή του, ξεκινώντας με την «υποχρεωτική χρήση προστατευτικής μάσκας». Τόσα πρόσωπα χαμένα. Χαμένα σε μια γεμάτη πόλη, έναν ωκεανό άγχους, κρυμμένα πίσω από μια μπλε μάσκα. Κάθε συναίσθημα είχε πλέον αποχωρήσει κι όλοι έμοιαζαν ίδιοι. Όλα έγιναν πιο απρόσωπα από ποτέ, λες και μετέτρεψες τους ανθρώπους σε πέτρινα αγάλματα. Άκουγες φωνές, χωρίς να βλέπεις στόματα να κινούνται. Έψαχνες να βρεις ποιος λέει τι. Οι αγκαλιές έγιναν χειραψίες με αγκώνες και τα χαμόγελα εξαφανίστηκαν εντελώς. Δεν υπήρχαν πια τυχαία ζευγάρια στο δρόμο να φιλιούνται, μόνο ξένοι με την προβλεπόμενη απόσταση ενός μέτρου να τους χωρίζει. Το παιδί του καφέ πλέον, δεν καλημερίζει πρόσωπα, αλλά φαντάσματα. Φαντάσματα που στοιχειώνουν την πόλη με τη ρουτίνα τους. Και το χειρότερο; Το συνηθίσαμε.

Πολλοί ειρήνεψαν με την ιδέα του «άδειου» και συμβιβάστηκαν μ’ αυτή. Άλλοι ακόμα, έκρυψαν πίσω από αυτή τους δαίμονές τους με την ελπίδα να μη φανερωθούν ποτέ πέρα από την μπλε μάσκα. Ωστόσο, υπάρχει κάτι που καμία πανδημία δεν μπορεί ν’ απαγορεύσει και καμία μάσκα δεν μπορεί να σκεπάσει. Τα μάτια. Ή μάλλον όχι. Η ματιά, το βλέμμα.

Φοράς τη μάσκα σου και σε διαβάζουν από την άλλη άκρη του δωματίου. Τι θες, τι χρειάζεσαι. Και τους διαβάζεις κι εσύ. Ένα κοίταγμα και μόλις ξεστόμισες ιστορίες χωρίς να κουνήσεις τα χείλη σου. Ένα κοίταγμα κι ο χώρος μόλις απέκτησε χρώμα κι η μέρα νόημα. Όσο περισσότερο κρατάς τη ματιά σου στη ματιά κάποιου άλλου, τόσα περισσότερα λέτε. Δίνεις την επιβεβαίωση πως «όλα καλά, είμαι εδώ». Κι ας είναι το φιλί στο μάγουλο που δεν τολμάει να πλησιάσει τα χείλη.

Κανένα καβγά, κανέναν έρωτα δεν μπορεί να καλύψει μια μάσκα όσο υπάρχουν τα μάτια, να μιλούν δυνατότερα απ’ αυτή, ή μάλλον καλύτερα, βοηθούν το στόμα να μιλήσει μέσα απ’ αυτή. Είναι το πάθος που τη σκίζει και παίρνει τη θέση που του αρμόζει. Να ξέρεις, όταν τα μάτια συναντιούνται, συμβαίνει η πιο ευάλωτη στιγμή, η στιγμή που βλέπεις τελείως γυμνό τον άνθρωπο απέναντί σου. Γυμνό από καθετί που τον φράζει, τον κρατάει πίσω, τον φοβίζει. Ένα αργό στριπτίζ δίχως ίχνος προστυχιάς μέσα. Στιγμή ανθρώπινη και θεϊκή. Με ζεστασιά χωρίς ίχνος φωτιάς τριγύρω. Χρόνος που παγώνει και τρέχει ταυτόχρονα.

Αυτό δε μας το πήρε ο κορονοϊός. Τη δύναμη που κρατούν τα μάτια. Ίσα ίσα, μας έκανε να τη συνειδητοποιήσουμε και να της δώσουμε τη βαρύτητα που της αξίζει. Με τα μάτια ερωτεύεσαι, ονειρεύεσαι, ελπίζεις, απογοητεύεσαι και πάλι από την αρχή. Με τα δικά σου μάτια, τα κάνω κι εγώ όλα αυτά. Μάτια μαύρα, γεμάτα χρώμα.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου