Μια φίλη μου κάποτε μου είπε: «Έχουμε φτάσει το να εκφραζόμαστε να το θεωρούμε ντροπή». Και πόσο δίκιο είχε. Έτσι λοιπόν, «τι είμαστε εν τέλει;». Το λες και το ξαναλές μέσα σου χωρίς να τολμήσεις στιγμή να το ξεστομίσεις. Σαν να το φοβάσαι, να το ντρέπεσαι. Προτιμάς να το αφήνεις αναπάντητο, καθιστώντας το σχεδόν ρητορικό, εκεί, να σε βασανίζει σιωπηλά. Κι αυτό γιατί; Γιατί λες να προστατέψεις μια κατάσταση ιδανική, ωραιοποιημένη και ρομαντική, μια κατάσταση που έχεις χτίσει μόνο εσύ στο μυαλό σου. Κι εν μέρει, δεν έχεις τελείως άδικο που το έκανες.

Βγαίνετε, ξαναβγαίνετε, ξαναβγαίνετε. Μοιράζεστε εμπειρίες, σκέψεις κι όνειρα, αμέτρητα τσουγκρίσματα με ένα «στην υγειά μας» που συνοδεύει χαμόγελα που μόνο υπόσχονται. Βλέμματα που δυο φίλοι μεταξύ τους δεν ανταλλάζουν. Φιλιά που δυο απλοί ξένοι δεν δίνουν. Ξαπλώνετε στο ίδιο κρεβάτι σαν να ανήκατε εκεί από πάντα και μπλέκονται τα χέρια από μόνα τους. Δυο κορμιά, δυο ψυχές γυμνές. Κάθε α’ ενικό έγινε α’ πληθυντικό και κανείς από τους δύο δε δείχνει να το πολεμάει αυτό. Κανονικά, εκεί είναι που το σημείο που επόμενο βήμα είναι το «εμείς». Έχετε περάσει προ πολλού το στάδιο «φίλοι» κι αυτό που έχετε σίγουρα δε μοιάζει μ’ ένα περιστασιακό «περνάμε καλά». Άρα; Γιατί παραμένει στάσιμο, σαν να έφτασε ήδη στην κορυφή του; Κι αν έφτασε, αυτή είναι η ένδοξη κατάληξη που αξίζει σε δυο ζευγάρια μάτια που έχουν γελάσει κι έχουν κλάψει κοιτώντας την ίδια θέα;

 

 

Δε λέω απαραίτητα πως η ταμπέλα είναι πρωτεύων και καθοριστικός παράγοντας, αλλά πρέπει να παραδεχτούμε κάτι. Ανθρώπινα. Δεν είναι θέμα κτητικότητας ή εγωισμού, αλλά όταν αποκαλείς έναν άνθρωπο, άνθρωπό σου, θες να ξέρεις αν είναι κιόλας. Αλλιώς φοβάσαι. Φοβάσαι την απότομη πτώση χωρίς εξηγήσεις καθώς «δεν είχατε και τίποτα να χωρίσετε». Φοβάσαι να δοθείς όπως θα ήθελες τόσο να  κάνεις. Φοβάσαι να σε μάθει, γιατί δεν ξέρεις για πόσο ή κι αν θα μείνει. Φοβάσαι να σηκώσεις το κινητό και να καλέσεις τον αριθμό αυτό σε μια δύσκολη στιγμή. Ο φόβος της απόρριψης είναι μια πολύ ισχυρή κινητήριος δύναμη και το ξέρεις, τη βιώνεις καθημερινά.

Τρέμεις να βρεις τη σωστή και κατάλληλη στιγμή να ρωτήσεις τι είστε. Η σκληρή αλήθεια είναι πως όταν φοβάσαι την απάντηση, είναι επειδή την ξέρεις ήδη. Άλλο πρέπει ν’ αναρωτιέσαι. Πώς θα ερωτευτείς ελεύθερα, όταν βάζεις όρια μόνο για να μη χάσεις κάποιον;

Αυτό είναι ίσως το πρώτο χαστούκι. Η στιγμή που χάνεται η ασφάλεια. Κι αν δεν είναι αμοιβαίο; Δείχνει να είναι, αλλά αν δεν είναι; Εσύ ξέρεις πολύ καλά τι νιώθεις και πόσα θες να δώσεις ακόμη, να χαρίσεις. Ο άνθρωπος που μέχρι χθες ορκιζόσουν ότι ήταν πλάι σου, όμως, σταμάτησε απότομα να συμβαδίζει μαζί σου. Πλέον κοιτάς μια οθόνη χωρίς ειδοποιήσεις, μια συνομιλία όπου κυρίαρχός της είναι ένα «διαβάστηκε». Κι όλο σκέφτεσαι πού έφταιξες, τι έκανες λάθος για να γυρίσεις τον χρόνο πίσω και να το κάνεις αλλιώς. Κι όλον αυτό τον καιρό, όλα όσα μοιραστήκατε ήταν τουλάχιστον αληθινά, ή απλώς ένα μέρος ενός θεατρικού έργου που έτυχε να σε διαλέξουν για συμπρωταγωνιστή;

Αυτά είναι σημάδια ατόμων που δεν αισθάνονται άνετα με τη δέσμευση. Δεν είναι κάτι που κάνουν οι ίδιοι απαραίτητα, αλλά το τι συναισθήματα προκαλούν. Αυτή την αμφιβολία που νιώθεις διαρκώς. Το μία κρύο μία ζέστη. Από άγχος, από επιλογή, από φιλοσοφία, συνειδητά ή ανεπίγνωστα. Φτάνουν μέχρι ένα σημείο- ως εκεί μπορούν. Από την άλλη, είναι και μια μορφή προδοσίας. «Αφού ήξερες ότι δε θες να μ’ αγκαλιάσεις, γιατί με άφησες με τα χέρια μου να κρέμονται;».

Εκεί που θέλω να καταλήξω, είναι πως όταν βάζεις όρια σε πράγματα αδάμαστα, όπως συναισθήματα ή όνειρα κι αυτό απάντηση είναι, στο «τι είμαστε τελικά;». Εκείνη η αγκαλιά που συγκράτησες γιατί δεν ήξερες αν ήθελε απλώς ησυχία, εκείνο το φιλί που δεν έδωσες γιατί ήσασταν μπροστά σε γνωστούς και δεν ήξερες καν πώς σε συστήνει. Θυμήσου πόσες φορές χαμήλωσες το βλέμμα σου για να ικανοποιήσεις αλλουνού προσδοκίες. Προσδοκίες του ενός και των δύο μηνών. Κι όταν λήγει, πια, άδοξα μένεις να κατηγορείς εσένα. Όμως, αγάπες κι έρωτες δε θέλουν φοβισμένες ερωτήσεις. Θέλουν αυθορμητισμό. Απαντήσεις που δίνονται χωρίς καν να χρειαστεί να ρωτήσεις. Γιατί θα ξέρεις.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου