Λίγοι θα είναι αυτοί που θα σ’ ακούσουν. Πραγματικά όμως. Που θα κοιτούν το υπονοούμενο μέσα από το βλέμμα σου και θα νιώθουν με κάθε σου λέξη τη σημασία της. Δε θα έχουν συμφέρον, μονάχα ένα αγνό ενδιαφέρον για το άτομο απέναντί τους. Εσένα. Κι αυτοί είναι οι άνθρωποι που θα θέλουν να σ’ ακούσουν ξανά και ξανά και ξανά. Για σένα και γι’ αυτούς. Σε αυτούς λοιπόν, αξίζει να μιλάς, να εκτίθεσαι με κάθε τρόπο. Συμμετέχουν σε μια τόσο ανθρώπινη στιγμή, θεϊκή.
Όλοι οι άλλοι, το βλέπουν αλλιώς. Οι άλλοι δε διαβάζουν τα μάτια. Σε ρωτάνε «τι κάνεις;» τυπικά, και σε πιστεύουν όταν απαντάς «καλά», αγνοώντας όση οργή, στεναχώρια, λύπη κρατάς πίσω. Και δυστυχώς, σ’ αυτούς θα μιλήσεις πρώτα. Αλλά θα έχουν πάρει τον ρόλο του ακροατή μόνο επειδή τους τον έδωσες εσύ, όχι γιατί επέλεξαν και τον πήραν μόνοι τους. Κι εσύ το βλέπεις, αλλά το συνήθισες. Κάνουν κουτσομπολιό, κι εσύ τους δίνεις την εξουσία να σε ξέρουν και να σε χρησιμοποιούν σ’ αυτό. Ίσως και να ελπίζεις. Ελπίζεις να σε νοιαστούν, ενώ σου έχουν δώσει όλα τα σημάδια ότι δε θα το κάνουν. Έχεις μπροστά σου ένα βλέμμα άδειο. Ένας καλός ακροατής, όμως, δεν είναι αυτός που ξέρει ν’ ακούει, είναι αυτός που ξέρει να νιώθει.
Κι οι δεινοί ομιλητές σπανίζουν, βέβαια. Παρ’ όλο που όλοι θέλουν να μιλήσουν για τον εαυτό τους, λίγοι ξέρουν πώς. Δε βρίσκουν τον τρόπο, τις λέξεις. Και δεν είναι δύσκολο να περιγράψεις μια κατάσταση, όχι, το δύσκολο είναι να εκφράσεις πώς εσύ ο ίδιος τη βίωσες ή και τη βιώνεις. Δεν είναι λίγο ειρωνικό; Εκατομμύρια λέξεις και καμία δε μοιάζει κατάλληλη να ταιριάξει απόλυτα. Ο άνθρωπος μπήκε στη διαδικασία να βρει λέξεις σύνθετες, πολυσύλλαβες, γλωσσοδέτες, χωρίς να ορίσει τα βασικά. Βρες μου τις λέξεις να εκφράσεις τις κραυγές μέσα στη σιωπή σου. Τον πόνο πίσω από το κάθε γέλιο σου. Την ελπίδα για όλες τις ήδη χαμένες υποθέσεις. Την κούραση που συνοδεύει το κάθε σου «όλα καλά».
Δεν υπάρχουν. Και ξέρεις γιατί; Δε χρειάζονται. Γιατί όσα ψέματα λέει το στόμα, καρφώνουν ένα ζευγάρι μάτια. Όποιος θέλει να το δει, το βλέπει κι όποιος θέλει ν’ ασχοληθεί, ασχολείται. Η έκφραση «είμαι κλειστός χαρακτήρας» είναι δημιούργημα της ανθρώπινης φαντασίας, μια μορφή άμυνας αν θες, για να καλύψει όσα φοβάται να πει δυνατά, να παραδεχτεί μέχρι και στον ίδιο του τον εαυτό, όσα δεν μπορεί να κρύψει στα μάτια του. Κι εγώ, οι καλύτεροι ομιλητές που γνώρισα ποτέ, ήταν αυτοί που δε μιλούσαν με το στόμα.
Αν είχες την ελεύθερη επιλογή να διαλέξεις, τι θα ήθελες; Να είσαι ένας καλός ακροατής ή ένας δεινός ομιλητής; Και τα δύο είναι δύσκολα, μην το ψάξεις έτσι. Δύσκολα, αναγκαία και σπάνια. Η τέχνη που πρέπει να τελειοποιήσεις, όμως, περισσότερο, είναι να επικοινωνείς εσύ ο ίδιος με το μέσα σου. Να γίνεις ομιλητής κι ακροατής την ίδια ακριβώς στιγμή. Ακούς τόσα πράγματα μέσα στη μέρα, μα τίποτα δε σ’ αγγίζει, λες τόσα πράγματα μέσα στη μέρα, μα τίποτα δε σε εκφράζει. Ήχοι, λέξεις για πέταμα. Βγαίνεις έξω, δεν περνάς καλά. Μένεις μέσα, σε πνίγουν οι τέσσερις τοίχοι γύρω σου. Ζεις παθητικά. Κι όλο αυτό γιατί δε σ’ ακούς. Και δε σ’ ακούς, γιατί πολύ απλά δε σου μιλάς. Κι εκεί ξεκινά ένας φαύλος κύκλος, μια φυλακή. Επικρατεί μια μόνιμη σιωπή που κρατάει αλυσοδεμένες τόσες σκέψεις κι ανησυχίες. «Αν παραδεχθείς κάτι, αυτό γιγαντώνεται». Εκεί κρύβεσαι, εκεί ακριβώς που φοβάσαι. Ξεγελάς τον εαυτό σου κι ύστερα βολεύεσαι σ’ αυτό.
Το κλειδί για να ανοίξει το μπουντρούμι είναι μπροστά σου κι εσύ ακόμα υποστηρίζεις ότι δεν το φτάνεις; Άπλωσε το χέρι σου και πιάσ’ το. Προτού ανοιχτείς σε κάποιον τρίτο, μήπως πρέπει πρώτα να το κάνεις στον εαυτό σου; Μάθε ν’ ακούς. Ξεκίνα με τη σιωπή σου.
Θέλουμε και τη δική σου άποψη!
Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!
Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου