Είπε κάποτε ο Eric Emmanuel Schmitt. Γεννημένος στη Λιόν, πάνω στην έναρξη της δεκαετίας του ‘60, μισός Γάλλος, μισός Βέλγος. Σπουδαίος συγγραφέας και δραματουργός, με την πένα του να έχει αγγίξει κάθε αναγνώστη και σκηνοθέτης που μετράει έργα σε πάνω από 50 χώρες. Σπούδασε φιλοσοφία στην Ecole Normale Superieure, όπου και διέπρεψε, χαράζοντας ένα τελείως διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που προβλεπόταν, αφού κι οι δύο του γονείς ήταν άνθρωποι του αθλητισμού, με τον πατέρα του να είναι πρωταθλητής μποξέρ και τη μητέρα του, διακεκριμένη αθλήτρια στίβου. Ο ίδιος δηλώνει πως υπήρξε «επαναστάτης έφηβος», ένα άτομο αντιδραστικό και πιο σπάνια ακόμα και βίαιο και πως η φιλοσοφία ήταν αυτή που τον δίδαξε, που τον έσωσε. Με τη σειρά του, έσωσε κι αυτός πολλές ψυχές με μόνο όπλο το μελάνι.
«Το μόνο πράγμα που μας διδάσκει ο θάνατος είναι πως είναι επείγον ν’ αγαπήσουμε». Τι να εννοούσε άραγε, μ’ αυτή του τη φράση; Τι ήταν αυτό που ήθελε να τονίσει; Την ανάγκη για αγάπη ή το κοινό άγχος ενός άφευκτου θανάτου;
Ενθουσιασμός. Έρωτας. Αγάπη. Συνήθως αυτή είναι η σειρά που τόσοι μαγεμένοι περιγράφουν. Και λέω μαγεμένοι, γιατί ποτέ κανείς δεν ερωτεύτηκε, χωρίς να χάσει επαφή με κάθε τι που δεν είχε τη μορφή του ανθρώπου του, ή τουλάχιστον, δεν ερωτεύτηκε πραγματικά κι απλώς θυσιάζει λέξεις για να θρέψει εγωισμούς ανθρώπων μικρών, μπροστά σε τέτοιο μεγαλείο. Μάγια: Ένας πολύ καλός τρόπος να περιγράψεις την εμπειρία μιας αγάπης. Δε λογαριάζεις τίποτα όταν αγαπάς και δε σε πονάει τίποτα όσο ένα ζευγάρι μάτια, λες κι είσαι υπό την επήρεια από κάποιο ξόρκι. Μια εξουσία που παραχωρείς με τα πρώτα βλέμματα. Βλέμματα που μέχρι σήμερα δεν ήξερες πως υπήρχαν. Οι στιχουργοί, οι συγγραφείς, οι καλλιτέχνες απλώς φανταζόντουσαν όταν δημιουργούσαν τις εικόνες τους. Και ξαφνικά, όλα τα τραγούδια έχουν όνομα και διεύθυνση. Από την άλλη, είναι και τραγικά αστείο να χρησιμοποιήσουμε τη λέξη «μάγια». Σκέψου, σε πόσα παιδικά, σε πόσα παραμύθια υπήρξαν νεράιδες και τζίνι, ικανά να πραγματοποιήσουν κάθε ευχή. Πάντα υπήρχε ένας κανόνας, τον θυμάσαι; «Δεν μπορώ να κάνω κανέναν να σε ερωτευτεί».
Όμως, δεν εννοούσε μόνο τον έρωτα ο Schmitt. Η αγάπη δεν είναι μόνο έρωτας. Αγάπη είναι οι γονείς μας, τ’ αδέρφια μας, τα παιδιά μας, οι φίλοι μας, τα χόμπι μας, οι στιγμές που περνάνε και θα έχουμε να θυμόμαστε. Αγάπη υπάρχει παντού, αρκεί να έχεις το θάρρος να την κοιτάξεις κατάματα. Η αγάπη δε θέλει να την ντρέπεσαι. Η αγάπη θέλει να την παίρνεις τυχαία τηλέφωνα μέσα στη μέρα να δεις αν είναι καλά, θέλει να τη ρωτάς αν έφαγε, αν κοιμήθηκε καλά. Θέλει να της λες να προσέχει. Να την αγαπάς κι εσύ. Και πίστεψέ με, θα στα επιστρέψει όλα διπλά και τριπλά. Και δεν υπάρχει καλύτερο οξυγόνο απ’ αυτό για να αναπνεύσεις. Πότε ήταν η τελευταία φορά που πήρες τη μαμά σου να της πεις ένα «σ ’αγαπώ»; Πάρ’ την τώρα. Και μετά πάρε τον φίλο σου και πάτε να δημιουργήσετε τις αναμνήσεις που θα λέτε γι’ αυτές στα παιδιά σας. Αυτά θα σου δώσουν ζωή. Εκεί κρύβεται. Στο ν’ αγαπάς.
Κ’ι αυτό εννοεί τελικά ο Schmitt. Αυτό διδάσκει ο θάνατος, πράγματι. Πριν πεθάνεις, όλοι λένε ότι η ζωή περνάει από τα μάτια σου και τότε, μετανιώνεις για όσα δεν έκανες, όσα δεν είπες. Κι αυτό είναι που μας αγχώνει όλους. Αν όμως τα έχεις πει όλα; Αν δεν έχεις απωθημένα; Τότε έζησες. Κι έζησες καλά. Και ξέρεις γιατί; Γιατί αγκάλιασες, φίλησες, μοιράστηκες, έπεσες, σηκώθηκες. Γιατί αγάπησες με όλη την έννοια της λέξης. Κι αν αγάπησες έτσι, αγαπήθηκες κιόλας. Κι αν αγαπήθηκες έτσι, να μη φοβάσαι τον θάνατο. Δε θα πεθάνεις ποτέ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου