Καιρό τώρα κάθομαι κι αναρωτιέμαι, κάτι περίεργες νύχτες, ποιο είναι το πιο δυνατό συναίσθημα; Αυτό που κινεί τα νήματα. Έρωτας; Αγάπη; Απέχθεια; Μίσος; Μέχρι πρόσφατα πίστευα ότι είχα βρει τη δική μου απάντηση. Φόβος. Αυτό με όριζε. Φόβος για τους άλλους, φόβος για εμένα. Μην πληγωθώ και, μην πληγώσω. Δεν περίμενα να αλλάξω γνώμη ποτέ, έμοιαζα αλυσοδεμένη σ’ αυτό το συναίσθημα, σίγουρη για την επιλογή μου να πορεύομαι έχοντάς το αγκαζέ, σαν θείες όταν πάνε βόλτα.

Εκεί ήρθες εσύ. Δεν ήρθες ακριβώς, δεν μπορώ να το περιγράψω. Σε ήξερα, σε είχα δει αλλά ήταν σαν να συστηνόμασταν για πρώτη φορά. Νόμιζα ότι απλώς σε κοίταζα, αλλά στην πραγματικότητα σε χάζευα. Ανάμεσα σ’ όλους αυτούς, εγώ έβλεπα μόνο εσένα, να καπνίζεις όσο σε έλουζαν οι πρώτες ακτίνες του ήλιου που μόλις άρχισε ν’ ανατέλλει. Σαν πίνακας ζωγραφικής. Σε αγνάντευα. Αλλά έλεγα όχι. Κάθε φορά έλεγα όχι. Φοβάμαι πάλι. Δε θα μ’ αφήσω, θα μου περάσει. Πόσο λίγο με ήξερα. Η μια φορά έγιναν δύο, οι δύο τρεις. Πόσα “όχι” να πω; Όχι σε σένα, όχι σε μένα. Όλα έβγαιναν τόσο φυσικά. Άρχισα να νιώθω πως μέχρι σήμερα γελούσα ψεύτικα. Έπιανα τον εαυτό μου να σε κοιτάω όσο οδηγούσες, ελπίζοντας να ονειρευτώ αυτή την εικόνα μέχρι να την ξαναδώ. Και μετά έλεγα καληνύχτα. Μάτια που δεν μπορώ να σταματήσω να χαζεύω, χείλη που θέλω τόσο να φιλήσω. Καληνύχτα.

 

 

Κάθε μήνας Αύγουστος. Κάθε μέρα Κυριακή. Έτσι μ’ έκανες να βλέπω τα πράγματα, έτσι να τα νιώθω. Κάθε ίδιο έμοιαζε πια διαφορετικό. Και είχα την ανάγκη να στο επιστρέψω διπλά, ακόμα και σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης. Σταμάτησα να λέω όχι και ξέρεις, κάπου εκεί ήταν σαν να ελευθερώθηκα. Σαν να έσπασαν οι αλυσίδες που με κρατούσαν στον πάτο της θάλασσας και παίρνω επιτέλους ανάσα. Κι ήσουν εσύ το πρώτο πρόσωπο που είδα να με περιμένει στην επιφάνεια. Και το πιο όμορφο δεν είναι ότι δεν το καταλάβαινες. Όχι. Δεν το εκμεταλλεύτηκες ούτε μια στιγμή. Δε σου πέρασε καν από τον νου. Ήσουν εκεί, μαζί μου. Να μου μάθεις πώς είναι να αγαπιέμαι, από την αρχή, ενώ εγώ ήξερα μόνο ν’ αγαπώ. Ν’ ακούγομαι, χωρίς να χρειαστεί να μιλήσω. Ν’ αγκαλιάζομαι, χωρίς να χρειαστεί να το ζητήσω. Να παίρνω, χωρίς να χρειαστεί να δώσω. Μ’ έμαθες, προτού μάθω εγώ εμένα. Ξεκίνησα να νιώθω ζωντανή, σταμάτησα να φοβάμαι. Το απόλυτο αίσθημα ελευθερίας. Αυτό μου θυμίζεις. Μια βόλτα με τη μηχανή, να νιώθω τον καυτό αέρα στο πρόσωπό μου και τα μαλλιά, ακόμα αλατισμένα από τη θάλασσα, να πηγαίνουν σαν τρελά, χωρίς να με νοιάζει πώς θα ξεμπλέξουν μετά.

Εκεί πιστεύω χαθήκαμε. Αυτή μου η παρόρμηση, η ξαφνική μου ανάγκη για ανεξαρτησία, λειτουργεί τελικά εις βάρος σου. Όμως, εσύ μου την έδωσες. Μπορεί να σου χάριζα τον κόσμο, αλλά ποτέ δεν ήταν με τον τρόπο που ήθελες ή άξιζες. Κι αυτό είναι που με πληγώνει πιο πολύ. Γιατί αυτή τη φορά ξέρω ότι δεν είμαι το θύμα, αλλά ο θύτης. Σε πληγώνω πιο πολύ από ό,τι εσύ εμένα. Και δεν μπορώ να συγχωρήσω τον εαυτό μου γι’ αυτό. Πλέον νιώθω μια μόνιμη ένταση που δεν μπορώ με τίποτα να ημερέψω. Έγινε ένα με μένα και δεν μπορώ να σ’ αναγκάσω να ζήσεις μαζί της. Εδώ που φτάσαμε, ή θα πιέζεσαι εσύ ή εγώ. Σαν ν’ αγαπιόμαστε αρρωστημένα.

Όταν έφυγες, δε σου χρέωσα τίποτα παρά μόνο ένα πράγμα. Το χαμόγελό μου κάθε φορά που ακούω το όνομά σου. Ένα χαμόγελο χαρμολύπης, νοσταλγίας για μια εποχή που θα έχω ν’ αφηγούμαι στα παιδιά μου, ελπίζοντας να το ζήσουν κι αυτά κάποια στιγμή. Θα σε θαυμάζω, θα σε σέβομαι και θα σ’ αγαπώ. Κι επιστρέφω στο αρχικό μου ζήτημα, λέγοντας πως πλέον δε με εξουσιάζει ο φόβος, αλλά η ελπίδα. Και γι’ αυτό σε ευχαριστώ. Κι ας μη στο είπα ποτέ.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου