Ο Αναστάσιος Παντελεήμων Λειβαδίτης, ή Τάσος Λειβαδίτης, όπως ήταν κοινώς γνωστός, υπήρξε σημαντική φιγούρα στην ελληνική ποίηση κι αναμφίβολα άφησε το στίγμα του στον κόσμο της. Γεννημένος στην Αθήνα του 1922, όπου κι έζησε μέχρι το 1988 αφήνοντας την τελευταία του πνοή στην πόλη που τον έθρεψε. Παρ’ όλα αυτά, καταγόταν -από τον πατέρα του- από ένα μικρό χωριό λίγο πιο έξω από την Τρίπολη, την Κοντοβάζαινα.

Άνθρωπος σπουδαγμένος, απόφοιτος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με φανερή όμως κλίση στη λογοτεχνία και πιο συγκεκριμένα στην ποίηση. Μάλιστα, το 1943 κι εν μέσω κατοχής, αποτέλεσε ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Νέων Ελλήνων Λογοτεχνών. Αργότερα, το 1946, παντρεύεται την παιδική του φίλη, Μαρία Στούπα, με την οποία αποκτά και μια κόρη. Γι’ αυτή έγραψε το «Ερωτικό», το οποίο είναι ένα από τα μοναδικά ποιήματα που υπάρχουν ηχογραφημένα σε απαγγελία του ίδιου. Τον αποκάλεσαν «Ποιητή του Έρωτα και της Επανάστασης», καθώς είχε απασχολήσει τις αρχές, μετρώντας αρκετές συλλήψεις, με διάφορες δράσεις του σε πολιτιστικές εκδηλώσεις. Κάθε φορά όμως, οι κατηγορίες αποσύρονταν, λόγω αμφιβολιών. Οι στίχοι του μελοποιήθηκαν από ισχυρά ονόματα, όπως Θεοδωράκης ή Λοΐζος, μετά την πρώτη του εμφάνιση στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα», το 1946. ταξιδεύοντας στον χρόνο μέχρι σήμερα, στις σελίδες που διαβάζεις και στις μουσικές που ακούς τυχαία και μη.

Τα λόγια του, διαχρονικά και ταιριαστά σε κάθε εποχή, μέρος, κατάσταση, μυαλό. Μεταξύ τους: «Κι αγάπησα με πάθος καθετί που δεν ήταν γραφτό να γνωρίσω. Κι έζησα όλη τη ζωή μου σ’ ένα όνειρο και την αθανασία σε μερικά κονιάκ», κομμάτι από τα «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου» του, έργο που μάλιστα εκδόθηκε μετά τον θάνατό του. Διαβάζοντάς το, κάπου τον πιάνεις. Βλέπεις με τα μάτια του, ακούς με τ’ αυτιά του και νιώθεις με το δέρμα του. Σου έδωσε εκείνος την άδεια με τον τρόπο του. Τι αγάπησε με πάθος; Τι δεν γνώρισε ποτέ και γιατί; Εσύ; Εσύ τι δε συνάντησες, μα τόσο ήθελες ν’ ανταμώσεις; Ποιον έρωτα ανεκπλήρωτο; Ποιον αδικοχαμένο, καταδικασμένο να μπει στο ίδιο σακί με όλους τους άλλους τους παλιούς, τους ίδιους; Αυτούς που δε σήμαιναν τίποτα για σένα και δε σήμαινες τίποτα γι’ αυτούς; Αυτούς που δε γνώρισες ποτέ;

Εδώ θα ταίριαζε και το «καλύτερα να μετανιώσεις για κάτι που έκανες, παρά για κάτι που δεν τόλμησες να κάνεις ποτέ». Η άγνοια, βλέπεις, είναι χειρότερη. Δημιουργεί την τάση εξιδανίκευσης μιας κατάστασης, σχεδόν θεοποίησής της, ακόμα κι αν αυτή απέχει χιλιόμετρα από την τοποθεσία που αρχικά τη σχεδίασες. Αυτό είναι το κέρδος του ρίσκου. Η λύση του μυστηρίου. Ειδάλλως, μοιάζει με αιώνια φυλακή, με το πρόσωπό σου σε κάθε κρατούμενο και φύλακα. Όνειρα, σενάρια επιστημονικής φαντασίας για κάτι, κάποιον που ποτέ δε θα συναντηθούν τα μονοπάτια σας. Μονοπάτια λασπωμένα, που εσύ ντύνεις με ροδοπέταλα στην προσπάθειά σου να νιώσεις πιο κοντά στο φεγγάρι. Ένα φεγγάρι που απόψε δε θα φέξει σε κοινό σας ουρανό. Και σε κανένα «απόψε». Μένεις να κοιτάς, να χαζεύεις, να ελπίζεις. Να ονειρεύεσαι τον τέλειο έρωτα. Να μην τον τολμάς. Να τον αγαπάς από μακριά. Να πίνεις το κονιακάκι σου στη δική σου κηδεία. Να σε κλαις, ενώ ακόμη αναπνέεις όνειρα.

Υπάρχει και μια γλύκα όμως σ’ αυτό, θα μπορούσε να πει κάποιος: Η ομορφιά του αγνώστου. Να μην ξέρεις ποιος, πώς, πότε και γιατί. Ν’ αγαπάς με την πρώτη ευκαιρία, την κάθε γνωριμία. Να πιστεύεις και να ονειρεύεσαι κάθε φορά και περισσότερο. Με νέα λόγια αυτή τη φορά. Όχι έτοιμα, σαν ρούχα φορεμένα ξανά. Λόγια προσωπικά, μοναδικά. Να μη χωράνε μέσα τόσοι και τόσοι. Να πονάνε όσοι τ’ ακούνε. Που δεν το γνώρισαν κι αυτοί, δεν το έζησαν. Που δεν ήταν εκείνοι αυτό που ήσουν εσύ, και που δε θα γίνουν ποτέ για εσένα ό,τι σου ήταν. Να μην το θυμούνται καν αν δεν το ΄χουν δει τυχαία στους δρόμους της Πλάκας και της Ακρόπολης. Να το ονειρεύονται κι αυτοί, όπως έκανες εσύ, απολαμβάνοντας πλέον κονιάκ, πάλι στην κηδεία του εαυτού σου, του διστακτικού, του άτολμου, του «εκ του ασφαλούς».

Αν με ρωτάς, ο Τ. Λειβαδίτης, όντας ένας αυθεντικός και μεγάλος ρομαντικός, νομίζω ότι πιο πολύ ήθελε να περάσει τον έρωτα σαν μια χαρμολύπη, αυτή της ανάμνησης που έχεις χωρίς το βίωμά της. Την ανάμνηση του έρωτα που όλοι θέλουν να ζήσουν -κι αξίζουν- όπως θέλουν αυτοί. Αυτή που μόνο τον σκέφτεσαι και τον πλάθεις. Να μην τον γνωρίζεις. Να τον αγαπάς, και να ζεις με το όνειρό του μέσα σου. Έτσι όπως σ’ έμαθε ο Τάσος.

 

Πηγή φωτογραφίας

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου