Πώς να ξεκινήσω; Από πού; Νιώθω να χάθηκα μεταξύ αφετηρίας και τερματισμού, γιατί ξέρω ότι αν κάνω την αρχή, μετά είναι μονόδρομος να μην αφήσω τίποτα πίσω κι απλώς παίζω με τις πιθανότητες. Ανακούφιση ή απόλυτη καταστροφή, οι επιλογές μου. Και δεν υπερβάλλω, ξέρω όλοι κουβαλάνε τον δικό τους βράχο στους ώμους, μα εγώ έχω ήδη γονατίσει, βλέποντάς τους να χάνονται στον ορίζοντα, με τον δικό μου στην πλάτη που πλέον με πλακώνει. Και ξαφνικά, η φωνή που μέχρι πριν λίγο είχα, χάνεται σε μια άβυσσο φόβου και ντροπής. Δεν μπορώ πια να σηκώσω τον βράχο μου, μα δε θέλω να δει ποτέ κανείς ότι κρύβομαι από κάτω του.
Ξέρεις πόσες είναι οι νύχτες -απ’ αυτές που κάνουν χρόνια ολόκληρα να ξημερώσουν- που θέλω να σηκώσω το τηλέφωνο και να καλέσω τον αριθμό που θα αντιστοιχεί στο άκουσμα της φωνής σου; «Όλα καλά;» θα ρωτάς και θ’ απορείς με την ώρα που σε πήρα, σε μέρα εργάσιμη. Να θέλω να σου πω την αλήθεια. Το ταβάνι με πλακώνει κι οι τοίχοι στενεύουν όλο και περισσότερο. Βρίσκομαι πάντα σε χώρους που περισσεύω και δίπλα σε ανθρώπους που θα ήλπιζαν να μη με βλέπουν. Ξέρεις, μερικές φορές κι εγώ θα το ήλπιζα αυτό. Να χαθώ σ’ ένα πλήθος μέχρι να έρθει η μέρα που θα τρομάξω κι εγώ με την αντανάκλασή μου. Να φύγω τόσο μακριά που ούτε εγώ η ίδια δε θα με έψαχνα. Θα ήθελα να σου πω πως δε σε παίρνω τηλέφωνο γιατί είναι μια κακή νύχτα, αλλά πιο πολύ επειδή άρχισε να μοιάζει με μια κακή ζωή. Το ένα ξενύχτι μετά το άλλο, τα γεύματα που παραλείπω, ο καπνός από τα τσιγάρα μου στο ταβάνι που σχηματίζει χορούς, ψεύτικα γέλια και χαμόγελα, ίσα ίσα «για να περάσει κι αυτή η μέρα». Θέλω αλήθεια να σου πω ότι «όχι, δεν είναι τίποτα καλά». Αντί αυτού, θα επιλέξω ένα μουδιασμένο «ναι έτσι πήρα». Ακόμα μια φορά, ακόμα ένα τηλεφώνημα χαμένο.
Δε σου μιλάω. Δε λέω πως δε θα σταθείς δίπλα μου στα δύσκολα, αλλά νιώθω ότι βάζοντάς σε σ’ αυτόν τον κύκλο, είμαστε βήματα πριν τον όλεθρο. Βασανίζομαι εγώ κι υποφέρω αρκετά και για τους δύο, δεν αλλάζει κάτι. Όσο πόνο και να μου πάρεις, πάντα θα μένει πίσω κάτι παραπάνω. Τις σκέψεις που έχω και με τρομάζουν θέλω να τις ξέρεις, τα δάκρυα που κρύβω πίσω από χαμόγελα, θέλω να τα δεις, τον εγώ που μου που ουρλιάζει μέσα στη φωτιά, θέλω να τον ακούσεις. Θέλω να με μάθεις, αλλά φοβάμαι να με ξέρεις.
Δε μεγάλωσα με αυτή την αρχή, οπότε δεν μπορώ να εντοπίσω την πηγή της μέσα μου, αλλά νιώθω πως όσα περισσότερα ξέρεις, τόσο πιο γρήγορα θα φύγεις. Θα σε κουράσω και δε σε κατηγορώ. Όποιος με γνωρίζει, ποτέ δεν πάει το μυαλό του στο τι έρχεται μαζί μου σετ. Μπορεί να θες πράγματι να με βοηθήσεις- δε θέλω να σε αφήσω. Πόσο ειρωνικά τραγικό; Από τη μια να θέλω να σου μιλάω μέχρι το σημείο που πλέον θα με ακούς χωρίς να βγάζω λέξη από το στόμα, κι από την άλλη να μη θέλω να ξέρεις τίποτα από ό,τι μου συμβαίνει όταν οι πόρτες του δωματίου κλείνουν. Είναι ένα βάρος που αν σου μεταβιβάσω, δε θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου και πίστεψέ με, δεν έχω περιθώρια για άλλες δίκες.
Θα μου πεις, δεν είναι δίκαιο να μην ξέρεις, είναι σαν να λέω ψέματα. Άκου με όταν σου λέω πως ο κερδισμένος, σίγουρα δεν είμαι εγώ. Θα δεις κάτι που ναι, ίσως δεν αντιστοιχεί στην πραγματικότητα, αλλά θα αντιστοιχεί σ’ αυτό που θα ήθελα να ήμουν και στα παρασκήνια. Εγώ με τον τρόπο που επέλεξα να ζω και να πορεύομαι πρέπει πάντα να είμαι σε εγρήγορση, μη μου ξεφύγει κάτι, μην προδοθώ. Και μετά, όταν είμαι πλέον μόνη, έχω να κάνω με τον εαυτό που άφησα στην άκρη και που τόσο σιχαίνομαι ν’ αποκαλώ. Και δε μου φταίει κανείς που δε νιώθω αγάπη. Για ν’ αγαπήσεις κάποιον, πρέπει να τον ξέρεις κιόλας. Κι εγώ σε διώχνω πριν καλά-καλά φτάσεις στην πόρτα. Δεν επιτρέπω να δεθώ ή ν’ αφήσω κάποιον άλλον να το κάνει, με την ιδέα ότι προστατεύω και προστατεύομαι, με τίμημα όμως μια μοναξιά που μόνο εμένα επισκέπτεται κάθε απόγευμα για να μου θυμίσει όσα ποτέ δε θα κρατήσω στα χέρια μου.
Δεν πειράζει, άσε τον βράχο μου να με πλακώσει. Ίσως αυτό χρειάζομαι, ίσως αυτό αξίζω. Εγώ τρόμαξα, εγώ δε μίλησα, εγώ δε θέλησα να ξέρεις. Να στα πω μια μέρα και να τα ξεχάσεις. Γιατί τρέμω. Τρέμω να πω αντίο. Κι ας είμαι ηθική αυτουργός της ίδιας μου της πτώσης. Αρκεί να μην προδοθώ.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου