Δε θα πω ψέματα. Ένιωθα πολύ μόνη κι ήμουν πολύ μόνη. Το είχα συνηθίσει. Εκεί με κατάντησαν, με κατάντησα, δε βαριέσαι. Το νόημα είναι ότι δε χρειαζόμουν κανέναν, δεν ήθελα κανέναν. Ούτε να μιλάω, ούτε να βγαίνω, ούτε καν τις δύσκολες ώρες. Ήθελα μόνο χρόνο με μένα, τον εαυτό μου. Τον εαυτό που άφησα, που παραμέλησα, που οριακά κακοποίησα εγώ η ίδια. Έτσι κι έκανα, για πολλούς μήνες. Αγνόησα ό,τι συνέβη, το κλείδωσα τόσο βαθιά που, τώρα που τα ξανασκέφτομαι, κάπου νιώθω ότι ο εγκέφαλος τα ξέγραψε εντελώς εκείνη την περίοδο, σαν να τα απέκλεισε από τη μνήμη. Παρέμενα όμως μόνη. Κι ήξερα ότι δεν ήμουν χαρούμενη. Δεν ήμουν δυστυχισμένη πια, αλλά ούτε χαρούμενη. Όλοι έχουμε καταπιέσει συναισθήματα, σωστά; Μερικές φορές το να συμβιβαστείς, είναι υποχρεωτικό. «Δε θα επιτρέψω να ξαναπληγωθώ».
Έβγαινα, γνώριζα, μίλαγα, φλέρταρα τελείως επιφανειακά κι αδιάφορα, φιλούσα χείλη ξένα με τρόπο που δε μου ταίριαζε, που δεν ήξερα και με ανάγκασα να μάθω. Το αίσθημα της επιβίωσης βλέπεις. Όσο ήμουν έξω, όλα ήταν καλά. Μετά θα γυρνούσα σπίτι και πάλι θα ήμουν καλά, μόνο που το δικό μου καλά διέφερε κάπως από το δικό σου. Εμένα η κάθε επαφή με τον εαυτό μου, οι δυο μας, έφερνε δάκρυα στο πρόσωπό μου. Δάκρυα που μου θύμιζαν την πραγματικότητα. Όχι τη δικιά σου, τη δικιά μου. «Δεν είσαι πραγματικά χαρούμενη, μην το ξεχνάς» φώναζαν κάθε βράδυ όσο έσταζαν δίπλα στο αυτί μου. Δεν πειράζει όμως, θα ξανάβγαινα να ζήσω τη λούπα που με φυλάκιζε κι εγώ αποκαλούσα ζωή.
Εκεί κάπου στις εξόδους χωρίς νόημα, είδα εσένα. Συναντήθηκαν τυχαία τα βλέμματά μας, και όλο μου το μέσα ούρλιαζε με μανία «πρέπει να σε μάθω». Δεν το ήλεγχα, δε με ήλεγχα κι η ματιά μου έψαχνε τη μορφή σου να κλειδώσει. Λυπόμουν ακόμα και ν’ ανοιγοκλείσω τα βλέφαρα, μη χάσω στιγμή σου. Ήσουν από αυτά τα θεάματα, που μαγνητίζουν τα μάτια και τα κάνουν να λάμπουν. Σου μίλησα. Όχι όπως στους άλλους. Εσένα πραγματικά σου μίλησα, ουσιαστικά. Ήθελα να ξέρω το αγαπημένο σου χρώμα και να ξέρεις την αγαπημένη μου ταινία. «Πάμε να περπατήσουμε στην παραλία;». Πόδια γυμνά στην άμμο ν’ αφήνουν αποτυπώματα σε όλη την ακτή. Σαν να θέλουμε να μας θυμούνται τα κύματα που ξέσπασαν εκείνο το βράδυ. Εγώ σίγουρα θα τα θυμάμαι. Και το ήξερα πριν καν σε γνωρίσω, πως θα μου μείνει αξέχαστος αυτός ο περίπατος, αυτά τα αποτυπώματα. Κι απεδείχθη πιο σωστή από ποτέ.
Μου έφερες γαλήνη. Όχι με σένα, όχι με τους άλλους. Με μένα. Με κάνεις να νοιάζομαι για το τι θα απογίνω, με εμπνέεις. Μου έδειξες ότι εν τέλει είχα ανάγκη το μόνο πράγμα που δεν ήθελα, που φοβόμουν. Αλλά με σένα, δεν ξέρω, σαν να αξίζει το ρίσκο, διότι ξέρω πως, ό,τι κι αν γίνει, δύο ψυχές σαν τις δικές μας πάντα θα ψιθυρίζουν, ακόμα κι από τις αντίθετες μεριές του δωματίου. Και σ’ αυτό το σημείο ακριβώς, ήθελα να τα δώσω όλα. Γιατί με έκανες να συνειδητοποιήσω πως όσα έκανα μέχρι σήμερα, δεν είμαι εγώ και γι’ αυτό δεν ήμουν ποτέ χαρούμενη. Πίεζα τον ίδιο μου τον εαυτό να μπει σ’ έναν ρόλο που γράφτηκε για άλλους χαρακτήρες. Κατάλαβα όμως γιατί με τρόμαζε τόσο η ιδέα της ευτυχίας. Επιτέλους πια έχω κάτι να χάσω. Επιτέλους πια έχω κάτι να παλέψω. Υπόσχεση, να μην το αφήσω.
Υπόσχεση, να περπατήσουμε όλες τις ακρογιαλιές ξυπόλητοι. Να σου χαρίσω τον κόσμο. Μαζί σου η πραγματικότητα άλλαζε και δεν ήταν καμία απ’ όσες έχω ζήσει. Μαζί σου, είναι αλλιώς το χάδι. Μαζί σου δεν είμαι πια μόνη. Όλα όσα πίστευα κι υπερασπιζόμουν μέχρι σήμερα, τα επισκίασες. Τώρα πιστεύω σε εσένα, σε εμάς. Σε όσα είμαστε κι όσα μπορούμε να γίνουμε. Σε όσα θέλω να γίνουμε.
Να ξέρεις πως μου άλλαξες τη ζωή. Μου την έσωσες. Και το πιο σπουδαίο είναι, ότι δεν έψαχνα καν όταν σε βρήκα.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου