Pitigrilli: Ιταλός συγγραφέας, γνωστός και με το ψευδώνυμο Dino Segre, που εργαζόταν κι ως δημοσιογράφος. Το πιο γνωστό μυθιστόρημά του ήταν η Cocaine, το οποίο δημοσιεύθηκε με το ψευδώνυμό του και τοποθετήθηκε στον κατάλογο απαγορευμένων βιβλίων της Καθολικής Εκκλησίας λόγω της αναφορές σε χρήση ουσιών κι ερωτικού περιεχομένου περιγραφές. Σε μια εποχή όπου η ιταλική αστική ηθική επέβαλε τον πατριωτισμό και την παραδοσιακή οικογενειακή ζωή, ο Pitigrilli παρουσίασε στα έργα του έναν κόσμο που οδηγείται από τη λαγνεία, την αγάπη για εξουσία και την απληστία.
Ήταν μάλιστα κι ιδρυτής του λογοτεχνικού περιοδικού Grandi Firme το 1924. Το 1938, όμως, η κυκλοφορία του περιοδικού απαγορεύτηκε βάσει των αντισημιτικών φυλετικών νόμων της φασιστικής κυβέρνησης. Εκείνη την εποχή ο Pitigrilli χαρακτηρίστηκε ως Εβραίος, ενώ ο πατέρας του ήταν Εβραίος κι ο ίδιος είχε παντρευτεί μια Εβραία. Παρ’ όλα αυτά, ο ίδιος υπήρξε πληροφοριοδότης μιας φασιστικής μυστικής υπηρεσίας. Παρά τη σκοτεινή δράση του, τελικά εκδιώχθηκε ως Εβραίος από την Ιταλική κυβέρνηση και μάλιστα φυλακίστηκε το 1940. Μπερδεμένη ιστορία, η οποία περιπλέκεται ακόμα περισσότερο όταν ο ίδιος ο Pitigrilli αρνήθηκε τα πρώτα του έργα κι απαγόρευσε την ανατύπωσή τους, όταν πια είχε στραφεί στον καθολικισμό.
Μεταξύ άλλων, είχε γράψει: «Στις αγάπες ισχύει ό,τι και στις διαθήκες. Η τελευταία ακυρώνει όλες τις προηγούμενες.» Πολλοί θα είναι αυτοί που θα πουν πως μπορεί να συγκρίνει αγάπη και θάνατο. Το κάνει όμως. Τόσο αρμονικά, τόσο όμορφα, τόσο ωμά. Όσο περισσότερη ώρα κοιτάς αυτή την πρόταση, «αναγκάζοντας» τον μηχανισμό των ματιών σου να τη διαβάζει και να την επεξεργάζεται, τόσο περισσότερο νόημα βγάζει. Αναλύοντάς τη, καταλήγεις στο ότι έχει δίκιο που τα συγκρίνει, διότι πράγματι, έχουν ένα σημείο τομής που γεφυρώνει δυο έννοιες, εντελώς αντίθετες. Τη μονιμότητα των δύο.
Ο άνθρωπος, εκ φύσεως, είναι ένα ον συναισθηματικό. Όσο ζει, γνωρίζει, επικοινωνεί, ανοίγεται, ερωτεύεται, δένεται, πληγώνεται κι όλο από την αρχή. Όσο μεγαλώνει, είναι σχεδόν καταδικασμένος να ερωτεύεται. Κάθε έρωτας πιο βαθύς, κάθε αποχωρισμός πιο σκοτεινός. Αυτή είναι η ευχή κι η κατάρα μας. Και, ειρωνικά, όσο πιο χαμηλά πέφτεις, τόσο πιο ψηλά θες ν’ ανέβεις. Ερωτεύεσαι και ξαναερωτεύεσαι και ξαναερωτεύεσαι, δίνοντας στον εαυτό σου την ευκαιρία ν’ αποδείξει ότι είναι αυτό που ελπίζεις. Ότι μπορεί ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί.
Δυστυχώς, λίγοι είναι οι τυχεροί που το πετυχαίνουν με τη μία. Για την πλειοψηφία δεν είναι αυτή η περίπτωση. Γι’ αυτούς, η ιδέα της αγάπης και του έρωτα, τους κρατάει ξύπνιους τα βράδια. Άγχος, ανησυχία ή και νοσταλγία. Για ένα παρελθόν ή για ένα μέλλον που ποτέ δε θα υπάρξει. Πολλοί θα τα παρατήσουν εντελώς. Την προσπάθεια στο ιδανικό που έχουν πλάσει. Είναι αυτοί που τους ξέμεινε κάθε ίχνος συναισθηματικού αποθέματος. Αυτοί που δε θα κλάψουν, δε θα νευριάσουν πια, απλώς θα μουδιάσουν. Αυτοί που πίσω από κάθε «δε με νοιάζει», το παιδί μέσα τους ουρλιάζει με μανία, απαιτώντας ένα τέλος σαν αυτά που διαβάζει σ’ όλα τα παραμύθια.
Αυτό που δεν κατανοούν αυτοί οι άνθρωποι μέσα στο σκοτάδι τους, είναι πως βρίσκονται μια ραγισμένη καρδιά πιο κοντά στο απόλυτο. Για μια αγάπη που θ’ αναιρέσει όλες τις προηγούμενες. Που θα έρθει να σου αποδείξει πόσο λίγο σε ξέρεις, που πάνω που εσύ έλεγες τέλος, νιώθεις τώρα την αρχή. Όχι σε νέα σελίδα, σε νέα ζωή. Δεν υπάρχει χώρος για το παρελθόν κι ό,τι έρχεται μαζί του. Μιλάω για την αγάπη που κάθε μεθυσμένο μήνυμα θα έχει τ’ όνομά της για παραλήπτη. Κανένας πρώην, καμία νοσταλγία. Γιατί στη θέα των ματιών της, τα δικά σου τείνουν να κλειδώσουν απόλυτα και για πάντα. Που θα σβήσουν κάθε μορφή τριγύρω, κρατώντας μια. Μια αγάπη που δεν είναι ενθουσιασμός. Μια αγάπη που μοιάζει σαν την πρώτη, αλλά καλύτερη. Μια αγάπη ώριμη. Μια αγάπη μόνιμη, αναπόφευκτη. Σαν τον θάνατο.
Όσες εποχές κι αν περάσουν, όπου κι αν βρεθείτε, όπου και να καταλήξετε, η μια αγκαλιά θα ψάχνει την άλλη να «κλειδώσει». Μια τέτοια αγάπη. Πάντα το θεωρούσα πιο σπουδαίο να μου πει κάποιος «Νιώθω ότι είσαι η τελευταία μου αγάπη» παρά η πρώτη. Κι ο Pitigrilli, μου αποδεικνύει ότι δεν είναι λάθος που το πιστεύω.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου