Μάρω Βαμβουνάκη: Σπουδαγμένη στον κλάδο της νομικής και της ψυχολογίας. Συμβολαιογράφος κατ’ επάγγελμα. Η μεγάλη της αδυναμία όμως ήταν -από πολύ μικρή ηλικία- η συγγραφή όπου κι άφησε το στίγμα της με τα μυθιστορήματα και τα φιλοσοφικού χαρακτήρα βιβλία της. Κείμενα που άγγιξαν κι αγγίζουν όποιον τα διαβάζει. Ανάγκη και παράλληλα αποστολή της, θεωρούσε την αλήθεια. Μια δραματική αλήθεια που όλοι ζουν και κανείς δεν παραδέχεται. Σχεδόν όλα της τα έργα είναι τροφή για σκέψη, την πιο βαθυστόχαστη, αυτή που οριακά πονάει. Μεταξύ άλλων, λοιπόν, είχε γράψει πως «κάθε μεγάλο πάθος είναι το παιδί μιας μεγάλης στέρησης».
Το μεγάλο πάθος. Ζήτημα τόσο αμφιλεγόμενο που δεν ξέρεις ποιος είναι πιο τυχερός. Αυτός που το έζησε, αυτός που το ζει ή αυτός που δεν το γνώρισε ποτέ. Το πάθος είναι κάτι που σε βρίσκει απροετοίμαστο για οποιονδήποτε καλεσμένο. Είναι σίγουρα μια δύναμη πάνω από εμένα κι εσένα. Άνεμος αρκετά ισχυρός να παρασύρει ογκόλιθους. Μικρόβιο στον εγκέφαλο. Το πάθος δεν είναι αγάπη, ούτε έρωτας. Προϋποθέτει εμμονή, εξάρτηση, σύνδεση, είτε αρρωστημένη, είτε όχι. Μια ψύχωση για καθετί που το θυμίζει. Ακόμα και μια τυχαία ανάμνηση είναι ικανή να σε τρελάνει. Είναι κάτι που βασανίζει. Σε ελέγχει σωματικά, συναισθηματικά, εγκεφαλικά, σε ωθεί και σε καθορίζει σε μεγάλο βαθμό, δίχως να ρωτήσει. Κι αυτό γιατί όταν μιλάς για πάθος, οι όποιες συνέπειες εξαφανίζονται, σχεδόν μαγικά από τον νου σου κι η σκέψη σου μοιάζει κολλημένη σε κάτι που απλώς «μπορεί» ή «θα μπορούσε».
Πάθος όμως δεν είναι μόνο ένα πρόσωπο. Είναι μια κατάσταση, ένα πράγμα, ένα όνειρο που έκανες από παιδί και ζεις για να ξημερώσει η μέρα που θα το νιώσεις. Πάθος υπάρχει σε όλα. Ακόμα και μια ιδέα, μπορεί να σε παθιάσει, να εθιστείς σ’ αυτή. Γιατί εκεί βρίσκεται όλο του το νόημα. Αυτό είναι. Εθισμός. Το καθημερινό τσιγάρο. Εθιστικό κι αναγκαίο. Πρέπει να νιώθεις πάθος, να ρισκάρεις γι’ αυτό και να μαθαίνεις από αυτό. Να μαθαίνεις εσένα, έως που μπορείς να φτάσεις. Ο τοίχος μπροστά σου μοιάζει με εμπόδιο, ή με κάτι τόσο εύθραυστο όσο ένα κομμάτι γυαλί, ήδη ραγισμένο, έτοιμος να τον περάσεις από μέσα; Γιατί αυτό είναι το ρίσκο ενός παθιασμένου ανθρώπου. Είτε θα πέσει στον τοίχο, είτε θα κοπεί με το γυαλί. Αν όμως απλώς κοπεί, σημαίνει ότι πέρασε.
Το πάθος, κατ’ επανάληψιν, δεν είναι ούτε αγάπη ούτε έρωτας. Από αυτά σχηματίζεται, όμως δεν είναι. Αν δεν τα καταφέρει, τη θέση τους παίρνει το απωθημένο, η στέρηση αυτού που τόσο ήθελες. Η έμμονη ιδέα με αυτό που δεν κατάφερες να κατακτήσεις. Κι αυτό πάθος θεωρείται. Το απωθημένο, αυτό που δε συνέβη δηλαδή, είναι χειρότερο από αυτό που εν τέλη συνέβη. Κι αυτό διότι σου αφήνει ένα καμβά τελείως λευκό, να τον σχεδιάσεις και να τον χρωματίσεις με απόλυτη ελευθερία. Έτσι θα κάνεις σενάρια. Θα πλάσεις την ιδανική ιστορία σου και θα εθιστείς σ’ αυτή, ξέροντας πλέον ότι δεν είναι παρά μόνο μια σκέψη. Η στέρησή σου αυτή, γεννά το πάθος, ή καλύτερα, μια μορφή του.
Το πάθος σου γι’ αυτό που δεν κατάφερες, γι’ αυτό που τόσο ήθελες ν’ αποκαλείς δικό σου. Εκεί νιώθεις την ανάγκη να ζήσεις αυτό που έπλασες στο μυαλό σου κι ακριβώς όπως το έπλασες, δίχως καμία τροποποίηση. Λένε ότι το πρώτο στάδιο να ξεπεράσεις οτιδήποτε, είναι η αποδοχή. Στην προκειμένη περίπτωση όμως, η αποδοχή, τουλάχιστον προς το παρόν, δεν είναι στις επιλογές σου. Βλέπεις μόνο ευθεία και κάθε «φτάνει» ακούγεται με «λίγο ακόμη». Πέφτεις σ’ αυτόν τον τοίχο μπροστά σου που πιο πολύ φαντάζει τσιμεντόλιθο πια κι όχι με γυαλί. Αυτό το πάθος γεννά η στέρηση. Το πάθος που δεν παραμένει όπως είναι, αλλά γίνεται μια αυτοκαταστροφική εμμονή σ’ έναν φαύλο κύκλο.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου