Φώτα, πολλά φώτα. Τα πρόσωπα των θεατών όμως παραμένουν σκοτεινά. Δεν μπορείς να δεις τα χαρακτηριστικά τους, τις εκφράσεις τους, αν απολαμβάνουν αυτό που βλέπουν ή όχι. Όλα τα φώτα και τα βλέμματα είναι στραμμένα πάνω στον καλλιτέχνη που ερμηνεύει. Κι αυτός ακούει μόνο τον χτύπο της καρδιάς του.
Δεν έχει αισθήσεις άλλωστε. Αυτή είναι η μαγεία της σκηνής, παγώνει τον χρόνο για όσους βρίσκονται επάνω σε αυτήν και τους αφήνει διάφανους. Δε νιώθουν πόνο, δε νιώθουν κούραση ή εξάντληση. Νιώθουν όμως πιο ζωντανοί από ποτέ. Με τα αντανακλαστικά τους να χτυπάνε κόκκινο. Για εκείνα τα λίγα λεπτά που βρίσκονται στο σανίδι τα ξεχνάνε όλα.
Το μυαλό του καλλιτέχνη παίζει άσχημα παιχνίδια. Θέτει μία και μοναδική προτεραιότητα την ώρα της ερμηνείας, ανάλογα με την τέχνη που υπηρετεί. Γίνεται σκλάβος της και αφήνεται να τον πιάσει από το χέρι και να τον παρασύρει μέχρι τα ουράνια. Μέχρι να έρθει η κορύφωση και να ακούσει τελικά από το κοινό το πολυπόθητο χειροκρότημα της γλυκιάς επιβεβαίωσης.
Και ναι, μπορεί ένας καλλιτέχνης πάνω στη σκηνή να μην έχει αισθήσεις, έχει όμως χιλιάδες συναισθήματα. Αυτά είναι άλλωστε που καλείται να ξεδιπλώσει μπροστά στο κοινό του που έχει πάει να παρακολουθήσει τη δική του ιστορία, τη δική του αλήθεια με τον δικό του μοναδικό χαρακτήρα. Γιατί το ποιόν πάνω στη σκηνή φαίνεται, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να το κρύψουν.
Σίγουρα όσο έμπειρος κι αν είναι ένας καλλιτέχνης πάντα θα βιώνει ένα έντονο άγχος πριν βγει στη σκηνή. Δημιουργικό άγχος, κατά κόσμον. Το μυαλό του είναι θολωμένο, κάνοντας εικόνα όλα τα καταστροφικά, για τον ίδιο, σενάρια που θα μπορούσαν να συμβούν πάνω στη σκηνή. Να πέσει την ώρα που χορεύει αν είναι χορευτής, να ξεχάσει τα λόγια του την ώρα που παίζει αν είναι ηθοποιός. Παίρνει όμως μια βαθιά ανάσα πριν βγει, προσεύχεται κι αφήνεται απόλυτα παραδομένος .
Εκείνα τα λεπτά δεν υπάρχει τίποτε άλλο, μόνο αυτός και η τέχνη του μέσω της οποίας θα μιλήσει. Ένας χορευτής για παράδειγμα δεν μπορεί να πει ψέματα ενώ μιλάει με την τέχνη του, αφού η γλώσσα του σώματος είναι η μοναδική που λέει πάντα την αλήθεια. Αρκεί να ξέρεις να τη διαβάζεις. Γι’ αυτό και προτιμά να χορεύει, παρά να μιλά. Απόλυτα απελευθερωμένοι προσπαθούν να να μας μιλήσουν, να ξεκουράσουν τους θεατές από τη ματαιότητα της σκληρής πραγματικότητας.
Κυρίως αγωνία βιώνουν οι καλλιτέχνες πάνω στην σκηνή. Αγωνία για να μας μεταφέρουν εκεί που θέλουν αφήνοντάς μας μεθυσμένους και μαγεμένους από το θέαμα. Χωρίς απαραίτητα να έχουμε καταλάβει όλα όσα είδαμε. Μένοντας μόνο με την αίσθηση. Συνήθως οι μεγάλοι καλλιτέχνες εκτός σκηνής είναι δωρικοί άνθρωποι και απόμακροι. Κρατάνε μια ταπεινότητα κι εσύ μένεις να θαυμάζεις το πόσο διαφορετικοί φαίνονται πάνω στη σκηνή που μοιάζουν θεοί επί γης.
Είναι λοιπόν άνθρωποι περίεργοι κι αλλόκοτοι, όπως όλοι μας. Έτσι βρήκαν τον δικό τους τρόπο να εκφράζονται μέσα από το έργο τους. «Οι δημιουργοί έχουν το ευλογημένο ταλέντο να πλάθουν την ψυχή τους» γράφει ο Γιώργος Σαρδέλης. Την αναδιαμορφώνουν όπως αυτοί θέλουν, την γκρεμίζουν, την ξαναχτίζουν, της δίνουν τα χρώματα που αυτοί θέλουν. Και τα έργα που μας προσφέρουν πάνω στη σκηνή είτε είναι μια χορογραφία, είτε μια θεατρική ερμηνεία είναι όλα κατάθεση ψυχής. Της δικής τους ψυχής, αφού αυτή είναι που μιλάει και τους οδηγεί. Και μόνο αυτή η ψυχή που θα καταφέρει να μιλήσει αγνά, δυνατά και με ειλικρίνεια είναι αυτή που θα καταφέρει να ξεχωρίσει ανάμεσα στις άλλες και θα κάνει έναν καλλιτέχνη να γεννηθεί.
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου