Στην τελευταία μας μαξιλαροσυνάντηση, πιάσαμε να μιλάμε για αγαπημένα καλοκαίρια.
Eίπαμε να σας βάλουμε στην κουβέντα.
Και μετά είπαμε να φτιάξουμε και στήλη, για να το κάνουμε σωστά.
«Ολα μου τα καλοκαίρια, λίγο πολύ, είχαν αλμύρα, υγρασία, αλκοόλ, ολίγον τι από αίσθημα και κάτι περισσότερο από ανασφάλεια για τον επικείμενο χειμώνα.
Το φετινό, μέχρι στιγμής, δεν έχει ούτε αλμύρα, ούτε αλκόολ, ούτε υγρασία.
Το αίσθημα ξεχειλίζει και η ανασφάλεια είπε να μας αδειάσει για λίγο τη μεριά.
Γεννημένη στην καρδιά του καλοκαιριού και βέρα νησιώτισσα, θα ‘λεγε κανείς ότι με το καλοκαίρι έχω εμμονή. Κι έχω.
Όχι όμως με αυτό. Αλλά με το μέσα μας. Το σπιτικό.
Με τις γυμνές πατούσες Φλεβάρη μήνα, με τις γρανίτες στην κατάψυξη απ’την άνοιξη, με τ’ανοιχτά παράθυρα.
Με τους ανθρώπους έξω καρδιά, τις μειωμένες άμυνες, τα φεγγάρια σε ταράτσες, τα ουζάκια στα ποτήρια.
Υπο μία έννοια, φέτος το καλοκαίρι μου ξεκίνησε το Νοέμβρη και εύχομαι να μην τελειώσει ποτέ.»
«Ένα νησί, ένα καλοκαίρι, μία παρέα και μερικές μικρές ταξιδιωτικές βαλίτσες φορτωμένες σε πορτ μπαγκάζ.
Κάπως έτσι κύλησε εκείνο το καλοκαίρι.
Καφές, βόλτα, ξενύχτι, χορός μέχρι τα πόδια να καταρρέυσουν.
Ήτανε τότε που αγάπησα τις μέρες του καλοκαιριού, περισσότερο από τις νύχτες.
Εξερευνήσεις του νησιού με αυτοκίνητα, γκρεμοί με θέα τη θάλασσα και δρόμοι που κατέληγαν σε γαλήνιες παραλιές.
Εκεί που ο ήλιος σου χρυσίζει τα μαλλιά και το κύμα γεμίζει τα μαγιώ με βοτσαλάκια.
Τα hangover σε έξαρση αλλά αποκλειστικά για τα βράδια που ο ουρανός δεν ήταν καθαρός. Τα βράδια με ξαστεριά, ήθελαν λεμονάδα με δυόσμο, πόδια να κρέμονται από κάγκελα βεράντας και βαθιές συζητήσεις μέχρι το ξημέρωμα.
Κι ο έρωτας; Κανένας έρωτας.
Δεν πιστεύω στους καλοκαιρινούς έρωτες. Εκείνο το καλοκαίρι ερωτεύτηκα τη ζωή και την καλή παρέα.»
«Τα απρόβλεπτα είναι και τα πιο συγκλονιστικά, δε λένε;
Έτσι και με τα καλοκαίρια. Όχι αυτά της ξεπέτας, επειδή πρέπει να αποδείξεις ότι πλατσούρισες και εσύ λιγάκι, με το γυαλί γεμάτο λάδια, τη ρουφηγμένη κοιλιά και το fast food γυμναστήριο, για να την πασαρέλα των τρικέφαλων.
Είναι αυτά, που δε σε νοιάζει και πολύ αν πάρεις πλεούμενα, δίτροχα ή τετράτροχα, αεριωθούμενα ή και αν ακόμα κάνεις ωτοστόπ έτσι για το χαβαλέ.
Μια τσάντα, σανδαλάκια και καμιά παντόφλα για καβάτζα και – αν το θυμηθείς- χώνεις και το αντηλιακό.
Τι και αν προγραμματίζεσαι με λίστες Hondos, τζάμπα θα πάει και το κραγιόν, τζάμπα και η λάμπα. Άστο να σε πάει, τράβα με τον καλό σου, την καλή σου, τα φιλαράκια σου ή και μόνος.
Από αλμύρα μπόλικη, βουνά, πεδιάδες αράδα, ακόμα και σε χαράδρα θα τη βρεις, αν κουβαλάς χαρά. Αυτή να είναι η μόνη σου προσδοκία.
Αυτά είναι τα καλοκαίρια μου. Μια τσάντα και πολύ αγάπη.»
«Νησιά, ήλιος, θάλασσα. Ιδανική εικόνα για διακοπές.
Για τους άλλους. Βλέπεις εγώ είμαι βουνίσια, μέχρι το μεδούλι.
Ιωάννινα, Δρυμός Βίκου-Αώου.
Στον ίσκιο αιωνόβιων δέντρων, που περνά το φως μα όχι η κάψα του Αυγουστιάτικου ήλιου.
Με το ποτάμι, φυσικό ψυγείο, να παγώνει φρούτα και μπύρες.
Με τους τολμηρούς να βουτούν εκεί που το νερό βαθαίνει και τους κρυουλιάρηδες να δοκιμάζουν τις αντοχές μοναχά των δαχτύλων τους.
Λιωμένο χιόνι. Μούδιασμα σε δευτερόλεπτα.
Κανένα καλοκαίρι δίχως άρωμα πατρίδας. Θυμάρι και χώμα νωτισμένο.
Δίχως αλμύρα. Μόνο το κρύσταλλο των ποταμιών της.
Με ξαφνικές μπόρες και κουβέρτα στον ύπνο.
Με τσίπουρο, ψητά και παραδοσιακή μουσική. Να μιλά η Ήπειρος εντός σου.
Με έρωτες καλοκαιρινούς, που ξεκίνησαν στην εφηβεία και δέχονται τιμητικές σπονδές κάθε χρόνο.
Πάντα γυρίζω εκεί.
Τις μέρες της Παναγιάς, που κανείς δε διανοείται να λείπει.
Έτσι και φέτος.
Σας προσκαλώ. Κι η πρώτη γύρα τσίπουρα στο πανηγύρι, κερασμένη.»
«Λάτρης του προγραμματισμού, οι διακοπές μου πάντα ήταν πλήρως σχεδιασμένες απ’το χειμώνα.
Τα ρούχα έμπαιναν με συμμετρία στην βαλίτσα, τα εισιτήρια περίμεναν καρτερικά να χρησιμοποιηθούν.
Πέρυσι όλα πήγαν στραβά.
Διάθεση στα πατώματα, χωρισμός στο προσκήνιο, φίλοι στα χαμένα.
Έκλαψα, ξενέρωσα, πείσμωσα και άρχισα να λέω «ναι» σε κάθε «ό,τι ήθελε προκύψει».
Και προέκυψε.
Μια δυνατή συναυλία, ένα μεθυσμένο «σ’αγαπάω», κι ένα ταξίδι από το πουθενά.
Μια παλιά ασημί βέσπα, κρύες γαλάζιες θάλασσες και μια φίλη που μέσα σε ένα βράδυ έγινε οικογένεια.
Είχε μυρωδιά από δυόσμο εκείνο το καλοκαίρι και μια σκληρή παγερή τρυφεράδα.
Μου πήρε μια βαλίτσα, που έμεινε να τριγυρνάει στο χαοτικό αεροδρόμιο του Amsterdam, μου στέρησε και έναν καλοκαιρινό έρωτα.
Μου χάρισε πίσω μια αγάπη σαν αυτή των βιβλίων, και έναν καινούριο εαυτό.
Φέτος το εισιτήριο δε γράφει προορισμό. Πάω όπου με πάει.»
«Η καλύτερη καλοκαιρινή μου ανάμνηση;
Στο χωριό του πατέρα μου, που σχεδόν μεγάλωσα, επτά χιλιόμετρα έξω από το Ναύπλιο, μακριά από τη θάλασσα.
Θυμάμαι τα καλοκαιρινά εκείνα μεσημέρια, που ξυπνούσαμε κατά τις τέσσερις και μιση, από τον προσποιητό μας μεσημεριανό ύπνο με τον αδερφό μου, για να μη μας μαλώσει η γιαγιά.
Καθόμασταν κάτω από την καταπράσινη κληματαριά της, πίνοντας «ελληνικό καφέ για παιδιά» με μπόλικη ζάχαρη κι ελάχιστο καφέ, άλλοτε παγωμένο καρπούζι ή σύκα από τη συκιά μας κι ενίοτε βανίλια υποβρύχιο σε νερό με θερμοκρασία υπό το μηδέν.
Χαζεύαμε τις ρώγες του σταφυλιού και ρωτούσαμε σχεδόν μανιακά καθημερινώς «πότε θα γίνουν τα σταφύλια;»
«Τέλη Αυγούστου», μας απαντούσε ο πάππους.
Στα μεγάλα της κέφια η γιαγιά, μας γέμιζε μια σκάφη με νερό και την κάναμε ατομική πισίνα.
Πλέον δεν πίνω ούτε καφέ ελληνικό για παιδιά, ούτε και χωράω στην τεχνητή της πισίνα, αλλά θα συμβιβαστώ με το παγωμένο καρπούζι της κι ένα βιβλίο στο χέρι, ρωτώντας σταθερά, πότε θα γίνουν τα σταφύλια μας;»
Το καλοκαίρι επιβάλλεται να περιέχει φραπεδιά, ηλιοβασιλέματα, σημάδια από το μαγιό να υποδηλώνουν πως μαύρισες και φυσικά μπόλικη θάλασσα.
Όχι την βρώμικη, από την υπερφίαλη πολυκοσμία και τα χιτάκια που ακούς στη λούπα όλο το τρίμηνο.
Την άλλη με τα γαλαζοπράσινα νερά.
Αυτή που θες να κολυμπήσεις με λίγους και καλούς ή και μόνος.
Θα πιεις το σπαστό φραπεδάκι σου ενώ ακούς τις δικές σου μουσικές επιλογές χωρίς τάκα-τούκα. Χωρίς κλαρίνα και άλλα μουσικά όργανα που σου μουτζουρώνουν την αισθητική.
Εκεί βρίσκω την ευτυχία τις θερινές μου νύχτες και μέρες.
Εκεί γεμίζω μπαταρίες.
Στο σκηνικό δεν υπάρχει απαραίτητα κιθάρα, έρωτας και φωτιά στην άμμο.
Σε ανεξερεύνητες παραλίες που δεν τις πιάνει το gps περνάω καλά.
Καλή παρέα και όρεξη για να ζήσετε τις ομορφιές της εποχής. Με πατητές και μακροβούτια.»
«Το καλοκαίρι που έκλεισα τα 23.
Σε έναν υπαρκτό παράδεισο του κάθε μικροαστού, μια τεράστια οικονομική άνεση από την καινούρια επαγγελματική καριέρα που μόλις πριν ένα χρόνο είχε αρχίσει.
Βόλτες στη νυχτερινή Θεσσαλονίκη για να μάθω να οδηγώ το πρώτο μου αυτοκίνητο.
Κοινωνικότητα και κοσμικότητα στο φουλ.
Και κάπου εκεί, ήρθε ο πρώτος, απόλυτος έρωτας, ονειρικά και κινηματογραφικά να μου επιβάλλει να τον ζήσω ως το κόκκαλο.
Μέσα στο ίδιο καλοκαίρι, ένιωσα την μαγεία της ένωσης.
Τι σημαίνει ο ένας να συμπληρώνει τον άλλο, βόλτες σε παραλίες, ξενύχτια με κουβέντες ατελείωτες, παθιασμένα φιλιά.
Ένιωσα, πώς επαληθεύεται στην πράξη το κλισέ για «το άλλο μας μισό», αλλά και τη φθορά πουμπορεί να ξεσπάσει και να γιγαντωθεί μέσα από μικρούς εγωισμούς, φέρνοντας άσχημα λόγια, απειλές και παρακάλια.
Εκεί ήρθε και το πρώτο «κρακ» που συνιστά ουσιαστικά την ενηλικίωση.
Η γλύκα και η δροσιά που διαδέχτηκε το τσουρούφλισμα, αφήσανε μαθήματα ζωής που ακόμα και τώρα, προσπαθώ να εφαρμόσω σε κάθε είδους σχέση μου.»
«Τα μαθητικά τα χρόνια δεν τα αλλάζω με τίποτα, δηλώνει με αποφασιστικότητα το γνωστό μας άσμα.
Παρ΄όλα αυτά, το πιο ξέγνοιαστο και νοσταλγικό καλοκαίρι μου, ήταν αυτό με το τέλος της σχολικής μου θητείας.
Με το άγχος των εξετάσεων να αποτελεί μακρινό παρελθόν και την αφέλεια της εφηβείας να μου γεμίζει τα μυαλά πως όλες οι αποφάσεις που πήρα για το μέλλον μου είναι και οι σωστές, ένιωθα πιο κατασταλαγμένη για τη ζωή μου από ποτέ.
Ξενύχτια, γέλια, βόλτες πάντα παρέα με τους σχολικούς κολλητούς που δεν είχαν προλάβει να γίνουν απλά γνωστοί αλλά και έντονοι καλοκαιρινοί έρωτες που έμοιαζαν πως θα κρατήσουν για πάντα, συνέθεταν ένα ειδυλλιακό σκηνικό.
Και μπορεί από τότε να έχουν αλλάξει πολλά, με εμένα, πρώτα από όλα, να αμφισβητώ όλες τις τότε επιλογές μου, κάθε καλοκαίρι όμως με βρίσκει πάντα να προσπαθώ να μοιάσω, έστω και λίγο στο κορίτσι που ήμουνα τότε.»
«Απεχθάνομαι τη ζέστη, και συνεπώς και το καλοκαίρι.
Μεταξύ μας όμως, υπήρξε ένα που δεν θα ξεχάσω ποτέ.
Ήταν πριν πέντε χρόνια, όταν ξεκινήσαμε ένα απόγευμα χωρίς προορισμό και καταλήξαμε σε κάποιο νησί του Ιονίου.
Για ενάμιση μήνα το σπίτι μας ήταν μια σκηνή και το σαλόνι μας δύο καρέκλες κι ένα πλαστικό τραπεζάκι.
Ένα μικρό ραδιοφωνάκι με μπαταρίες έπαιζε όλη μέρα, ενώ τα κινητά μας ήταν καταχωνιασμένα κάπου στις βαλίτσες.
Για ενάμιση μήνα έβλεπα κάθε μέρα το ηλιοβασίλεμα πάνω σ’ ένα στρώμα θαλάσσης.
Κοιμόμουν με ζακέτα, και ξυπνούσα από τη ζέστη.
Έτρωγα κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια, αλλά δεν μ’ ένοιαζε.
Ήταν τότε που κατάλαβα, πως δεν είναι απαραίτητη κανενός είδους πολυτέλεια για να περάσεις καλά.
Μόνο καλή παρέα, και πολλή αγάπη.
Γι’ ακόμη ένα τέτοιο καλοκαίρι, χαρίζω όλους τους χειμώνες μου.»
Με την θάλασσα σε απόσταση αναπνοής από το σπίτι μου και πατέρα ψαρά, το καλοκαίρι ρέει άφθονο μέσα μου από τότε που με θυμάμαι.
Ξυπόλητη και ηλιοκαμένη από Μάη, συνετιζόμουν με το ζόρι τον Σεπτέμβρη.
Βαρκάδες, beach parties, φωτιές να καίνε αξημέρωτα, μπύρες παγωμένες και mojito από τα χεράκια μου. Μέχρι που πατήσαμε τα είκοσι.
Από τότε και μετά το μίσησα τα καλοκαίρι. Το βαρέθηκα.
Κάθε χρόνο το περιμένω από Απρίλη και Ιούλιο παρακαλάω να τελειώσει.
Με έναν μικρό διάλειμμα τέλη Αυγούστου να πάμε διακοπές.
Είναι που το καλοκαίρι δε θυμάμαι πόσες ώρες δουλεύω;
Είναι που δεν μπορώ τον ιδρώτα και τη ζέστη;
Είναι που είμαι χαζοχαρούμενη όλο το χρόνο και δεν χρειάζομαι τον ήλιο για να μοιάζω με παιδική χαρά;
Θα σας γελάσω.
Δεν μπορώ να διαλέξω ποιο καλοκαίρι μου ήταν τον καλύτερο, δυστυχώς.
Καθένα κουβαλάει την δική του μοναδική ανάμνηση.
Καλό Σεπτέμβρη να ευχηθώ να συμμαζευόμαστε. Χειμώνας και πάλι χειμώνας.»
«Καλοκαίρι για μένα ήταν πάντα η μεγαλύτερη γιορτή του χρόνου.
Είναι η εποχή που γεννήθηκα και έκτοτε κάθε χρόνο νιώθω να ξαναγεννιέμαι, να γίνομαι πάλι για λίγο παιδί.
Φροντίζω πάντα να κρατάω από κάτι να το θυμάμαι.
Κάπως έτσι έχω γεμίσει το σπίτι μου καρτ-ποστάλ από νησιά, μαγνητάκια στο ψυγείο, γυάλινα μπουκαλάκια με άμμο και κοχύλια και πέτρες σε περίεργα σχήματα.
Κυρίως όμως μαζεύω αναμνήσεις να με συντροφεύουν όλο το χειμώνα.
Βόλτες μέχρι το ξημέρωμα, γρανίτα παγωτό ως απαραίτητο αξεσουάρ του χεριού, βουτιές μετά τη δύση του ηλίου κι αλάτι να γίνεται ένα με το δέρμα.
Πάρτυ στην παραλία μέχρι να έρθει η ανατολή, εκεί όπου δεν είμαι απολύτως σίγουρη αν έχω ζαλιστεί περισσότερο από το αλκοόλ ή την ευτυχία.
Στο φόντο πάντα καλή παρέα και μπόλικα κουνούπια, που μου «επιτίθενται» ανελέητα.
Όσο για το ομορφότερο καλοκαίρι μου, δύσκολο να ξεχωρίσω κάποιο.
Πιστεύω πως δεν το έχω ζήσει ακόμη. Κάτι μου λέει πως θα είναι το φετινό.»
«Καλοκαίρι, ζέστη, ο ήλιος να καίει και το θερμόμετρο στα ύψη;
Ευχαριστώ πολύ αλλά δεν θα πάρω!
Είμαι παιδί του χειμώνα, της βροχής και του κρύου, λογικό αν σκεφτεί κανείς πως γεννήθηκα στην καρδιά αυτής της εποχής.
Παρ’όλα αυτά όμως οι καλοκαιρινές αναμνήσεις που έχω από τα παιδικά μου χρόνια είναι ανεκτίμητης αξίας.
Γέμιζε η γειτονιά από παιδικές φωνές, παιχνίδια μέχρι τελικής πτώσης ή μέχρι η μητέρα να βγει στο μπαλκόνι για να βάλει τις φωνές.
Στιγμές ανέμελες, ξένοιαστες και βαθιά ευτυχισμένες.
Εκείνα τα καλοκαίρια είχαν μια άλλη μυρωδιά, γιατί εμείς ήμασταν αλλιώτικοι.»
«Το καλοκαίρι του 2012 θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω και ως το καλύτερο της ζωής μου.
Τόσα χρόνια ήμουν στάσιμη σε ένα σημείο και ήρθε εκείνο το καλοκαίρι να μου δείξει πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο τελικά, εάν το θέλεις πολύ.
Θα το χαρακτήριζα ως αφυπνιστικό. Με «ξύπνησε», με ταρακούνησε σα σεισμός!
Χωρίς αυτό το καλοκαίρι, δεν θα ήμουν αυτή που είμαι τώρα.
Χωρίς αυτό το καλοκαίρι, δεν θα ήμουν ο αληθινός μου εαυτός.
Χωρίς αυτό το καλοκαίρι, θα έμενα πάντα εκείνο το κορίτσι που μάζευε τα λόγια της για να μην εκνευριστούν οι γύρω.
Οι γύρω που δεν είχαν καμία αξία να βρίσκονται και να «τρέφονται» από τη ζωή μου.
Θυμάμαι ακόμα και τη μέρα που άρχισε να αλλάζει η ζωή μου, 3 Ιουλίου του 2012.
Το παρελθόν μου φάνηκε χρήσιμο για το υπέροχο παρόν που ζω τώρα.»
«Αύγουστος 1989.
Φεύγουμε οικογενειακώς απ’τα Πατήσια με το αυτοκίνητο για να πάμε στο όμορφο Καμάρι, δίπλα στο Ξυλόκαστρο.
Σε όλη την διαδρομή ακούγαμε Gipsy Kings.
Εγώ, επτά ετών τότε, κουτσοτραγουδούσα το Bamboleo και είχα βάλει τα καλοκαιρινά στις κούκλες μου.
Φτάνουμε στο δωμάτιο που είχαν νοικιάσει οι γονείς μου, λίγα μέτρα απ’την ακρογιαλιά.
Η κυρία Τούλα που είχε το νεοκλασσικό σπίτι με τα υπέροχα δωμάτια, μου έβαλε βανίλια-υποβρύχιο σε ένα ροζ, παγωμένο ποτήρι με νερό και μου τσίμπησε τα μάγουλα.
Και κάπως έτσι ξεκίνησαν επίσημα οι καλοκαιρινές διακοπές μου πριν 25 χρόνια.
Δέκα μέρες κοιμόμουν και ξυπνούσα με τα κυματάκια.
Οι μόνες μου έγνοιες ήταν να αλλάξω ρούχα στη Bibi-bo και στις φίλες της, να προλάβω την αγαπημένη μου θέση στον ανθισμένο κήπο της κυρίας Τούλας και να περιμένω να παπουδιάσουν τα χέρια μου για να βγω απ’τη θάλασσα.
Αυτή την αθωότητα, αυτή την ανεμελιά, δεν την αλλάζω με τίποτα.»
«Τα καλοκαίρια ποτέ δεν τα συμπαθούσα. Ο χειμώνας ήταν η αγάπη μου.
Ένα καλοκαίρι όμω,ς έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη μνήμη μου.
Αυτό του 2012.
Γνώρισα ανθρώπους που εισήλθαν οριστικά στη ζωή μου, εξερεύνησα το νησί μου σπιθαμή προς σπιθαμή κι έμαθα να περνάω καλά, με τη μυρωδιά του καρπουζιού και της θάλλασας να μη λέει να φύγει να φύγει από το δέρμα μου.
Ελάχιστο αλκοόλ, μουσική στη διαπασών και γέλια. Πολλά γέλια. Αληθινά.
Βραδινά μπάνια, βιβλία να τελειώνουν στο πι και φι και βόλτες στο φεγγαρόφως.
Ποτέ δεν έδινα αξία στις μικρές απολαύσεις.
Πάντα μου κέντριζαν περισσότερο το ενδιαφέρον τα φανταχτερά,τα θορυβώδη.
Αν αγαπώ το καλοκαίρι εκείνο, είναι γιατί μου έμαθε να βλέπω τα απλά πράγματα σαν πολυπόθητο θησαυρό και να δημιουργώ μόνη μου την ευτυχία.
Το φετινό καλοκαίρι θα φροντίσω να το κάνω ακόμη πιο ξεχωριστό.
Ίσως με κανένα επιπλέον ταξίδι κι έναν έρωτα απ’ αυτούς που έχεις να διηγείσαι το χειμώνα.»
«Τι σου έρχεται στο μυαλό όταν ακούς τη λέξη καλοκαίρι;
Αμμουδιά, παραλίες, θάλασσες, διακοπές, ξενύχτια και μπυρόνια;
Ξέχασε τα όλα αυτά. Το νόμισμα έχει κι άλλη πλευρά.
Για να απολαμβάνει ο κοσμάκης τις διακοπές του και το καλοκαίρι του, υπάρχουμε κι εμείς που δουλεύουμε την καλοκαιρινή σεζόν. Χωρίς ωράριο.
Αν δουλεύεις μόνο οχτώ με δέκα ώρες είσαι πολύ τυχερός.
Και κάθε μέρα πρέπει να βάλουμε το χαμογελαστό μας προσωπείο για να σε εξυπηρετήσουμε.
Να ικανοποιήσουμε και την πιο παράλογη επιθυμία σου, επειδή εσύ χαλαρώνεις κύριε τουρίστα, ενόσω τα δικά μας νεύρα γίνονται σμπαράλια.
Θάλασσα, καφεδάκι και χαλάρωση; Που χρόνος για όλα αυτά;
Και πολλές φορές μέσα μου ζηλεύω και λέω: Γιατί αυτοί και όχι εγώ; Και μετά από λίγο ισορροπώ και πάλι: Κώστα η δουλεία σου είναι. Το χειμώνα που αυτοί θα δουλεύουν, εσύ θα κάθεσαι.
Ναι, κι αυτό το καλοκαίρι υπέροχο θα ‘ναι επειδή είμαι ζωντανός. Ως του χρόνου το καλοκαίρι έχει ο Θεός!»
«Κρίμα που δεν έχει εκδοθεί το εγχειρίδιο σωστού καλοκαιριού.
Θα βοηθούσε πολύ.
Εγώ το θέλω με πολλή μουσική, από το μπιτσόμπαρο, μέχρι ένα club.
Να περιέχει πόνο, αλκοόλ, ένταση, συναίσθημα, καβγά.
Να υποστηρίζει το απρόβλεπτο, με μοναδικό δεδομένο πέντε τουλάχιστον παρτίδες τάβλι.
Να παρτάρω,και μετά να κοιμηθώ ένα δεκατετράωρο.
Και να ξυπνάω, ενοχλημένη από το hangover και την κούραση από το ξενύχτι της προηγούμενης νύχτας, ενώ αφυδατωμένη, να κατεβάζω πολλά μπουκάλια νερό.
Να βρίζω που έχει τόση ζέστη, και αργότερα, τόσα κουνούπια.
Να ερωτευτώ.
Είτε για ένα βράδυ, είτε με σκοπό το απόθεμα του χειμώνα.
Αν είμαι ήδη σε σχέση;
Να ερωτευτώ, πάλι από την αρχή.
Να βγω με τους γονείς μου για ούζο και ψαράκι, και με τους φίλους μου, για τσίπουρα και μεζέ.
Να παω για νυχτερινό μπάνιο με το μωρό μου, και να νομίζω ότι γυρνάω ταινία, κάτω από το φεγγαρόφως.
Αυτό είναι το καλοκαίρι μου.»
«Aν κέρδιζα διακοπές και είχα την επιλογή χειμερινές ή καλοκαιρινές θα διάλεγα τις χειμερινές.
Με το καλοκαίρι ακόμη δεν τα ‘χουμε βρει απόλυτα.
Ίσως φταίει που μεγάλωσα μακριά από θάλασσα, ίσως φταίει το ζώδιο, ίσως φταίνε τα φεγγάρια, δεν το ‘χω ξεκαθαρίσει ακόμη.
Όχι ότι δεν περνάω καλά τα καλοκαίρια. Έχουν κι αυτά τη γλύκα τους.
Όπως το καλοκαίρι μετά το πανεπιστήμιο.
Το πρώτο καλοκαίρι που όλα γίνονταν με χρήματα που έβγαζα μόνη μου.
Τότε εκτίμησα την λέξη «άδεια». Καλοκαιρινή άδεια.
Διακοπές που έπρεπε να οργανωθούν με βάση αυτό.
Δεν υπήρχε η πολυτέλεια, δεν βρήκα αυτή τη βδομάδα, θα πάω την επόμενη.
Κυρίως όμως τότε, ως μόνιμη κάτοικος Θεσσαλονίκης, κατάλαβα γιατί «σαν τη Χαλκιδική δεν έχει».
Κουραστικό καλοκαίρι από άποψη δουλειάς, αλλά ήταν αυτό που είχε τις προϋποθέσεις κι έγινε ξεχωριστό.
Είχε καλούς φίλους, κέφι, όρεξη, ανεβασμένη διάθεση, όνειρα, ποτά, ξενύχτια, παραλίες, έρωτες φυσικά κι ανεμελιά.
Άντε να δούμε και το φετινό.»
«Το καλύτερο μου καλοκαίρι, γυρνάει πολύ πίσω στο χρόνο, όταν ήμουν ακόμη παιδί.
Τότε που δεν υπήρχαν οι έγνοιες των μεγάλων και η μόνη μας υποχρέωση ήταν το παιχνίδι.
Αλλοτινές εποχές, γεμάτες αθωότητα και παιδικά παιχνίδια.
Χαλασμένο τηλέφωνο, κρυφτό, μήλα, κυνηγητό, πεντόβολα, παιδικά φλέρτ, ραβασάκια και η μυρωδιά του καλοκαιριού να σκορπίζεται στον αέρα μαζί με τις πυγολαμπίδες που χαζεύαμε στο σκοτάδι.
Και βέβαια τα μικρά βατραχάκια που ακούγαμε στα στενά σοκάκια του χωριού, το καρπούζι να στάζει δροσιστικά στο στόμα μας, το γλυκό φιστίκι της γιαγιάς να νοστιμίζει τον ουρανίσκο μας μαζί με το φρέσκο αλατισμένο αμύγδαλο.
Ανέκαθεν λάτρευα το καλοκαίρι.
Η εποχή της απόλυτης ξεγνοιασιάς, ελευθερίας κι ανανέωσης.»
«Πέρασαν πολλά καλοκαίρια από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον εαυτό μου.
Καλοκαίρια που αγαπώ.
Το άρωμα τους, κάτι από καρύδα, καρπούζι και πολύ αλκοόλ.
Το χρώμα τους, κάτι ανάμεσα σε πορτοκαλί και κόκκινο, όπως τα ηλιοβασιλέματα που είδαμε σε κάποια απόμερη παραλία.
Η φωνή τους, χαρούμενη σαν τα γέλια μας τα χαράματα που γυρνούσαμε απ’ τα ξενύχτια μας.
Όμως εκείνο το καλοκαίρι το αγαπώ περισσότερο απ’ όλα.
Το άρωμά του, κάτι από καυσαέριο και καυτό πρωτευουσιάνικο μπετόν τον Αύγουστο.
Δε θα το άλλαζα όμως με κανένα.
Το καλοκαίρι εκείνο, με γνώρισα πιο βαθιά. Πίστεψα στα όνειρά μου.
Τα πάλεψα και τα κυνήγησα με πάθος, όπως ποτέ μου δεν είχα κάνει.
Σημασία δεν είχε πόσο μικρό ή μεγάλο ήταν αυτό που έψαχνα.
Σημασία είχε πως ήξερα ότι για κάτι πάλευα.
Η τελευταία μέρα του με βρήκε να πίνω και να γελάω με τους πολύτιμους φίλους μου.
Έπρεπε να γιορτάσω τη νίκη μου.»
Καλύτερη καλοκαιρινή εμπειρία;
Αδιαπραγμάτευτα, ήταν εκείνο το καλοκαίρι που πάτησα ξανά στις δυνάμεις μου.
Έπειτα απο ενάμιση χρόνο πάλης με τη νευρική ανορεξία, είχα πλέον πάρει τα πρώτα μου τέσσερα κιλά.
Είχα αρχίσει να με αγαπάω ξανά. Όπως είμαι και γι’αυτό που είμαι.
Απαλλάχτηκα απο κομπλεξ περί κιλών κι εμφάνισης, βρήκα την ισορροπία μου και ξαναγυρίσα στην ζωη, δυνατή και έτοιμη να ρουφήξω κάθε στιγμή.
Κάθε μέρα και κάτι.
Θάλασσα, ήλιος, φίλοι, διασκέδαση.
Διακοπές δεν πήγα, αλλα πέρασα υπέροχα.»
«Η καλύτερη καλοκαιρινή μου ανάμνηση, ταυτόχρονα και η πιο οδυνηρή μου πραγματικότητα.
Οι εποχές φεύγουν κι έρχονται. Μα κάποιοι άνθρωποι δεν ξαναγυρίζουν.
Καλοκαίρι 2009.
Συναισθήματα στο ζενίθ, δίχως δεύτερες σκέψεις. Μόνο για σήμερα, το αύριο άγνωστο.
Θυμάμαι τα πειράγματα μας στη θάλασσα για το ξυρισμένο σου κεφάλι.
Τα τσίπουρα που ποτέ δεν έπινα, μα σε συντρόφευα.
Τα ψάρια που πρόθυμα καθάριζες, με την ίδια φροντίδα, όπως όταν ήμουν παιδί.
Και με την γκρίνια, πως μεγάλωσα και σωστά δεν έμαθα να τρώω ακόμα.
Τις ατέλειωτες βόλτες και τα βραδινά ποτά ακούγοντας Αλεξίου.
Τη μυρωδιά του γιασεμιού που φυτέψαμε μήπως και καλύψει εκείνη της αρρώστιας και του φόβου.
Θυμάμαι κι εκείνη την πανσέληνο του Αυγούστου, την τελευταία, μαζί με το «σ’αγαπώ μωρό μου, να είσαι ευτυχισμένη».
Κανένα καλοκαίρι ίδιο δίχως εσένα μαμά.»