Οι συντάκτες του pillowfights.gr, εξομολογούνται την πιο ντροπιαστική στιγμή της ζωής τους.
Γράφουν για εκείνα τα δευτερόλεπτα που ήθελαν να ανοίξει μια τεράστια τρύπα στο πάτωμα και να τους ρουφήξει. Για όσο.
Εγώ κι ο Κώστας, το πρώτο βράδυ της ουσιαστικότερης γνωριμίας μας.
Φλερτ στον αέρα, κρασί για μένα, ουίσκι για εκείνον, στο μαγαζί μιας καλής μου φίλης.
Αρπάζει την κιθάρα να πει ένα τραγούδι και τον διακόπτω.
«Να τραγούδησω εγώ ένα;», του λέω.
«Αφού θες», απαντάει ολίγον τι βαριεστημένα, μόνο και μόνο για να μη φανεί προσβλητικός.
Καθισμένοι σε ένα τραπεζάκι στη γωνία του μαγαζιού, με καμιά δεκαριά πελάτες να ‘χουν απομείνει στο μπαρ.
Παρασυρμένη στο ρεφρέν «Να βάλω τα μεταξωτά και να φυσάει…», το πρόσωπό μου έχει αρχίσει να γέρνει στα αριστερά και να πλησιάζει το δικό του, που με κοιτάει απορημένα και προφανώς αναρωτιέται, πότε θα τελειώσει το ρεσιτάλ.
Λίγο πριν το «Να μπερδευτώ με τους εργάτες, να πω τον πόνο μου στις γάτες…», με διακόπτει.
«Συγγνώμη που σε διακόπτω..»
«Ναι;», αποκρίνομαι λάγνα κι αισθησιακά.
«Mόλις με έφτυσες!»
Έκτοτε βεβαιώθηκα πως το φτύσιμο, όντως πιάνει.Οι Δίδυμοι φημιζόμαστε για το multi tasking μας.
Καλοκαιράκι λοιπόν, έγκυος στον 8ο και δουλεύω από το σπίτι.
Μιλάω με συνεργάτη στο τηλέφωνο και με τον κολλητό μου στο Facebook που μου εξηγεί το πώς και το τι για εγγραφή ταινίας σε σκληρό δίσκο.
Ο άλλος στο τηλέφωνο τα δικά του «οι παλέτες θα είναι έτοιμες και θα σας τηλεφωνήσω για να κανονίσουμε το ραντεβού»
Μεταξύ ματιών στην οθόνη και αυτιών στο τηλέφωνο, κάποιος ανάδρομος, κάποιο εγκεφαλικό κύτταρο, κάτι που ποτέ δεν διευκρίνισα, με κάνει να με ακούω σε νανοδευτερόλεπτα και πριν προλάβω να δαγκώσω την γλώσσα μου να λέω
«Ναι, φυσικά, όταν είστε σκληρός και έτοιμος, καλέστε με να το κανονίσουμε»
Έκτοτε μιλάω μόνο με τη γραμματέα του (ευτυχώς!)Αύγουστος 2009 και παραθερίζω στη Νάξο με φίλες. Σε μια από τις επισκέψεις μας στην παραλία,διπλά μας κάθεται μια παρέα από εμφανίσιμους Ιταλούς
Όλη η συζήτηση μας αρχίζει να επικεντρώνεται γύρω από αυτούς ενώ κομπλιμέντα, πικάντικα υπονοούμενα και γέλια δε σταματούν ούτε στιγμή.
Μέχρι το βράδυ που μας κόπηκαν μαχαίρι.
Έχοντας βγει για πότο, πετυχαίνουμε την ίδια παρέα.
Ένας από αυτούς μας πλησιάζει και μας λέει σε άπταιστα Ελληνικά, ότι ο πατέρας του είναι Έλληνας και μας θυμάται από την παράλια. Παράλληλα τα χαμόγελα από την ομήγυρη, δήλωναν γνώση των πρωινών γεγονότων.
Τότε ήταν που ορκίστηκα ότι ακόμα και αν το επόμενο ταξίδι μου έχει προορισμό τα βάθη του Αμαζόνιου, δεν πρόκειται να ξαναμιλήσω για κανένα μπροστά του.Είχαμε πάει για πικ-νικ μ’έναν πρώην.
Ήταν άνοιξη και η φύση οργίαζε.
Κάποια στιγμή προσπαθώντας για μία φορά στη ζωή μου να το παίξω femme fatale, τινάζω μαλλί προς τα πίσω και με ύφος Μόνικας Μπελούτσι, του λέω, «Δεν είναι υπέροχα εδώ;»
Μου χαμογελάει και μου λέει: «Τα μαλλιά σου έχουν κάτι».
Τρισευτυχισμένη εγώ που πέτυχε η θεραπεία κατά της ξηρότητας του απαντώ: «Τί εννοείς;» (καλέ ε, τον έχω τρελάνει).
«Τα μαλλιά σου μωρό μου, μάλλον σε κουτσούλησε κανένα περιστέρι».
Τζάμπα ο ρομαντισμός, μ’ έπιασε και το αλλεργικό μου με τόση γύρη.
Χωρίσαμε μετά από ένα μήνα.
Όχι χρυσέ μου, δε θα με κουτσουλήσει εμένα ολάκερη η πανίδα αυτής της χώρας επειδή εσύ την είδες Νίκος Γαλανός και μου πήρες τα βουνά και τα λαγκάδια.Στο γυρισμό από έξοδο με την παρέα μου έχουμε πιάσει μεθυσμένη κουβεντούλα.
Η συζήτηση κατευθύνεται σε έναν γνωστό μας, όχι ιδιαίτερα συμπαθή σε εμένα.
Εκεί που εξηγούσα γιατί ξερνάω και μόνο στο άκουσμα του ονόματος αυτού, με σκουντάει μία φίλη μου ξεροβήχοντας.
Την αγνόησα και συνέχισα να βγάζω λόγο με μικρόφωνο ένα μπουκάλι μπύρας, ενώ όλοι γύρω μου με κοιτούσαν σα να είχα ενεργοποιήσει ωρολογιακή βόμβα.
Με τραβάει η φίλη μου και μου λέει στο αυτί «Δεν ξέρω αν το έχεις προσέξει, αλλά τόση ώρα μιλάς μπροστά στη κολλητή του.»
Της χαμογέλασα αμήχανα και σκόνταψα και σε μία τρύπα στο δρόμο προσπαθώντας να φύγω διακριτικά με γοργό βήμα.
Η γη έκανε μια προσπάθεια να με καταπιεί, αλλά απέτυχε.Εγώ τα ρεζιλίκια μου τα κάνω δημόσια για να έχω και κοινό.
Εφτά το πρωί στο Βerlin, Θεσσαλονίκη.
Καταλήξαμε εκεί αφού εξαντλήσαμε ό,τι υπήρχε σε μπαράκι, μπουζούκι και club .
Έχω καθίσει σε κάποιο σκαμπό και δεν κουνιέμαι.
Κουνιούνται τα πάντα γύρω μου βέβαια και είναι αρκετό.
Ο τότε φίλος μου είχε τη φαεινή ιδέα να με φιλήσει.
Έχασα την ισορροπία μου, σωριάστηκα στο πάτωμα και στο πέσιμο μου, πήρα και εκείνον παρέα.
Σα να μην έφτανε αυτό, τα υπόλοιπα σκαμπό σχημάτισαν ντόμινο με αποτέλεσμα να πέσει και η κοπέλα που καθόταν στην άκρη του μπαρ.
Κάθισα στη θέση μου σαν βρεγμένη γάτα και παρακαλούσα να μην το θυμούνται οι φίλοι μου την επομένη.
Δυστυχώς εφτά χρόνια μετά, ακόμη γελάνε.Κυριακή απόγευμα. Καφεδάκι με τη Βασούλα στη Νάουσα.
Τελειώνει το freddo espresso και λέμε να συνεχίσουμε στη Βέροια.
«Πού πάρκαρες;» μου λέει.
«Εδώ στην ευθεία» απαντάω.
«Ωραία, εγώ είμαι μέσα στο parking. Τα λέμε στη Βέροια».
Φτάνω στο αυτοκίνητο. Σταματάει κι ένας ωραίος τύπος να ρωτήσει αν φεύγω και του λέω να περιμένει να βγω, για να παρκάρει αυτός.
Πατάω το κουμπάκι. Τίποτα. Δεν ξεκλειδώνει. Ξανά και ξανά και τίποτα.
Η μπαταρία σκέφτηκα. Βάζω το κλειδί και πάλι δεν ανοίγει.
«Τι να έπαθε;» απορώ.
Φωνάζω τη Βασούλα η οποία ερχόμενη προς το μέρος μου διαπιστώνει ότι είμαι σε ξένο αυτοκίνητο.
Ο τύπος που περίμενε με τα alarm να αναβοσβήνουν σίγουρα με έστειλε να πλύνω τα πιάτα μου.Να ξεκαθαρίσουμε από την αρχή ότι το αλκοόλ είναι ύπουλο και αυτό τα φταίει.
Αρχικά, το από που ξεκίνησε η ιστορία προφανώς και δεν το θυμάμαι, γιατί είχαν καταναλωθεί οινοπνεύματα.
Θυμάμαι που κατέληξε όμως.
Παρκάκι, τρεις φίλες, μπύρες για σβήσιμο, 4πμ.
Η χορεύτρια της παρέας, έχει τη φαεινή ιδέα να βάλει μουσική και να χορέψει το Requiem, χωρίς ντροπή.
Έκανε κάτι ρομποτικές κινήσεις, χοροπηδούσε σαν το κατσίκι και διέλυσε μερικά μπουκάλια.
Επειδή είσαι κακός άνθρωπος, σηκώνεσαι να αναπαραστήσεις τη φίλη σου, για να τη ξεφτιλίσεις λίγο παραπάνω.
Τα σχέδια αλλάζουν και όπως κόβεις τη ταχύτητα της πιρουέτας σου, επειδή ζαλίζεσαι σε σημείο αηδίας, σκάει η φόρμα σου στο πάτωμα και μένεις με το βρακί.
Ακόμα με κοροιδεύουν.Άνοιξη 2008. Εγώ τρελά ερωτευμένη. Αμοιβαίο το αίσθημα.
Είχαμε αποφασίσει να νοικιάσουμε σπίτι μαζί. Μέχρι τότε όμως κοιμόμουν μερικά βράδια στη γκαρσονιέρα του.
Ως τυπική γυναίκα πήγαινα τουαλέτα και άφηνα τις βρύσες να τρέχουν μην τυχόν και ακουστεί κανένας ήχος και σοκαριστεί το αίσθημα.
Ένα πρωί, αφού ξυπνήσαμε μες τα μέλια ήθελε να μου φτιάξει πρωινό.
Ετοιμάστηκε και μου λέει «Μη σηκωθείς εσύ, θα σου φέρω πρωινό στο κρεβάτι! Πάω στον φούρνο κι έρχομαι.»
Χαλαρώνω εγώ, γυρίζω πλευρό, τεντώνομαι και τότε ακούστηκε το αναπάντεχο.
Εκείνο το προυτ που ισοπέδωσε τα πάντα.
Εκείνος δεν είχε φύγει ακόμη.
Τον άκουσα να χαρχαλεύει κάτι στο σαλόνι. Αυτό ήταν. Χώθηκα κάτω απ’τα σκεπάσματα.
Βγήκα μετά από καμιά ώρα και έκανα μια μέρα να τον κοιτάξω στα μάτια.28η Οκτωβρίου 2012, σημαιοφόρος τότε στην παρέλαση.
Μαλλί στην τρίχα και ψηλά τακούνια.
Καμαρωτή καμαρωτή και όλο χαρά, όπως ήταν φυσικό, κρατάω τη σημαία και πηγαίνουμε προς την Εκκλησία.
Έχουμε παραταχτεί όλοι οι σημαιοφόροι στις θέσεις μας, με μένα να βρίσκομαι ακριβώς δίπλα στον Παπά και η τελετή να έχει ξεκινήσει.
Για κακή μου τύχη σπάει ο πάτος της θήκης της σημαίας, η οποία σκάει στο πάτωμα και προφανώς μου πέφτει από τα χέρια.
Δε φτάνει μόνο αυτό όμως, γιατί για ακόμη πιο κακή μου τύχη, η σημαία προσγειώθηκε στο κεφάλι του παπά.
Ο παπάς έχει πέσει κάτω, όλα τα παιδία να γελάνε κι εγώ να μην ξέρω τι να κάνω.
Πάνω από το κεφάλι του να τον ρωτάω επίμονα «Παπά Γιάννη είσαι καλά;»
Όσο δεν μου απαντούσε τόσο πιο πολύ ήθελα να ανοίξει μια τρύπα η γη, να μπω μέσα και να μην ξαναβγώ ποτέ.Είναι οι πρώτες μου μέρες ως εκπαιδευτικός σε σχολείο, για μαθητές με ειδικές ανάγκες.
Συμμετέχουμε σύσσωμοι στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Ώρα συνάντησης 11 π.μ., στην εκκλησία.
Ξενύχτισσα ως συνήθως, πετάγομαι αλαφιασμένη από το κρεβάτι στις 10.30.
Βουτάω όποιο ρούχο βρίσκω μπροστά μου και διακτινίζομαι στη δοξολογία.
Εντούτοις, είμαι χαρούμενη και συγκινημένη, συνοδεύοντας τα παιδιά.
Παρελαύνω με χάρη και τιμή, μέχρι το Ηρώων.
Εκεί, διά μέσου απολύτου σιγής, ο μαθητής δίπλα μου, ξεσπάει σε γέλια κι μορφασμούς. (σ.σ. ο μικρός δεν αρθρώνει λόγο.)
Του χαμογελάω γλυκά. Του ψιθυρίζω ήρεμα. Τζίφος.
Δείχνει εμένα και γελάει πιο δυνατά.
Τώρα μας κοιτάζουν όλοι.
Σε μια αναλαμπή με κοιτάζω και εγώ :
Εχω φορέσει τη μπλούζα μου ανάποδα.
Ραφές και ταμπελάκια, όλα στο φως!
Απομακρύνομαι με το κεφάλι ψηλά και την ψυχή να έρπει προς τη κοντινότερη καφετέρια, αναζητώντας τρύπα να χωθώ.
Έκτοτε, νομίζω πως αν είχα χιούμορ, θα έπρεπε να κυκλοφορώ δια παντός με ρόμπα και μάλιστα ξεκούμπωτη. Ειδικά στις παρελάσεις.Ελαφριά πετριά στον εγκέφαλο σε συνδυασμό με μερική μυωπική αναπηρία, αυτό.
Καλοκαίρι 2006, Χαλκιδική. Παρεάκι τρελιάρικο, παραλία σχεδόν τιγκαρισμένη.
Το θέμα των φακών δε μου επιτρέπει να ανοίγω τα μάτια στο νερό, το παίζω λοιπόν γενναία και βουτάω χωρίς.
Κόντευα να παπαριάσω και μετά από καμιά ώρα, το γκαβό δελφινάκι πετιέται στην ακροθαλασσιά.
Ψάχνω πετσέτες και λοιπά σημάδια και θεωρώντας ότι ανακάλυψα την παρέα, αρχίζω να γκαρίζω, «Freddo σκέτο και μία πετσέτα γρήγορα, γιατί με έπιασε και τουαλέτα και δεν κρατιέμαι!»
Το πάνω μέρος του μαγιό είχε φύγει και τρέχοντας καταφτάνω σε μια άσχετη παρέα που με κοιτάει γουρλωμένα.
«Ουπς, με συγχωρείτε παιδιά!»
Που πας μωρή τυφλόμυγα ξαρματωμένη;Θέλω να δηλώσω πως εξαναγκάστηκα δια της βίας να ομολογήσω τα παρακάτω και καμία ευθύνη δε φέρω για ό,τι διαβάσετε.
Δευτέρα λυκείου που λέτε κι εγώ γνωστό ψώνιο από τότε, αποφασίζω να λάβω μέρος σε μια συναυλία που έγινε μόνο και μόνο για να χάσουμε μάθημα.
Πρόβες και κακός χαμός, με μένα να χαριεντίζομαι ως γνήσια ροκ σταρ με το μικρόφωνο στο χέρι και τα μυαλά στα κάγκελα.
Η μέρα της παράστασης είχε φτάσει και του τη βαράει του διοργανωτή να αλλάξει το τραγούδι μου. Δεν ήταν, είπε, πιασάρικο και ανεβαστικό.
Δεν θεώρησε βέβαια σκόπιμο να με ενημερώσει, οπότε βγήκα η δόλια στη σκηνή κι έλεγα τα δικά μου ενώ η μπάντα έπαιζε άλλο τραγούδι, το οποίο και δεν ήξερα καν.
Ούτε ένα «δικό σας» δε μ’ έκοψε να πω.Το έτος της ξεφτίλας μου δεν το θυμάμαι αλλά μπορώ να σας πω με σιγουριά ότι γελάω ακόμη.
Ήταν χειμώνας, ήμουν άρρωστη και στο σπίτι του τότε φίλου μου, αράζαμε στην τηλεόραση.
Για κάποιο ανεξήγητο λόγο, με πιάνει όρεξη για σιδέρωμα.
Έχω φορτσάρει για τα καλά, τη στιγμή που η μητέρα του χτυπάει το κουδούνι κι εγώ σιδερώνω ένα λεύκο πουκάμισο.
Έρχεταιβήχας ξαφνικός και δεν προλαβαίνω να βάλω χεράκι στο στόμα.
Η μύξα μου εκτοξεύεται και πάει και κολλάει πάνω στο κάτασπρο πουκάμισο του καλού μου.
Η μανούλα του, εμφανώς σοκαρισμένη, καθ’όλα ευγενική όμως, αρκείται σε ένα «δεν πειράζει κορίτσι μου, συμβαίνουν αυτά.»
Ναι, συμβαίνουν. Κι ας συμβαίνουν. Όχι σε μένα.Στα τόσα χρόνια που με ξέρω, περνάω από έναν συγκεκριμένο δρόμο, για να πάω οπουδήποτε.
Στο συγκεκριμένο αυτό δρόμο, περπατάω και από συγκεκριμένη πλευρά.
Στην πλευρά μου, σε κάποιο σημείο του δρόμου, περνώ ανάμεσα από έναν κάδο και μια μάντρα.
Μία από τις πολλές φορές που πέρασα από εκεί, προχωρώντας αμέριμνη και με τα ακουστικά μου στα αυτιά, νιώθω κάτι να σκάει στο δεξί μου μάγουλο.
Κάτι χνουδωτό με νύχια.
Κι όχι μόνο έσκασε, αλλά είχε γραπωθε και από μια μεριά του προσώπου μου.
Ανήμπορη, όπως ήμουν, έκανα αυτό που ξέρω πολύ καλά. ‘Εβαλα μια τσιρίδα και έτρεχα πανικόβλητη.
Ήμουν σε κατάσταση σοκ, τόσο εγώ, όσο και η γάτα που είχε πέσει πάνω στο πρόσωπό μου.
Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα, που μου φάνηκαν μια αιωνιότητα και μία μέρα, έσπευσε κάποιος προς βοήθειά μου.
Έχοντας απεγκλωβιστεί από τη γάτα και με την καρδια μου ακόμα να χτυπάει γρήγορα και δυνατά, ξανά ήρθα στα λογικά μου.
Τότε ήταν που άκουσα καμιά 20αριά άτομα να χειροκροτούν.
Ένιωσα σαν επιζών από σεισμό στη Ρικομέξ το 1999, μόνο που εγώ έψαχνα χαλάσματα να κρυφτώ πάλι από κάτω.Χειμώνας 2013.
Ενώ έχω ήδη παρακολουθήσει γνωστή παράσταση, φίλη κερδίζει προσκλήσεις και ξαναπάμε. Σαββατόβραδο, σκάμε σημαιοστολισμένες και θρονιαζόμαστε πρώτη σειρά. Χλιδή.
Κάτι όμως δεν πάει καλά. Το σκηνικό είναι διαφορετικό. Αδιαφορώ.
Τρίτο κουδούνι, ανοίγει αυλαία.
Αντί να προβάλλει ντέτεκτιβ με καρό κάπα και πίπα να λύσει μυστήριο, σκάει διάσημη πλην ατάλαντη τραγουδιάρα.
Ούτε κάπα, ούτε καρό. Για την πίπα δεν παίρνω όρκο.
Γυρνά τότε η φίλη και με ψευτοβρετανική προφορά λέει: «Νομίζω κάναμε λάθος αγαπητέ μου Γουότσον».
Τι ήταν να το πει; Ξεσπάσαμε σε γέλια. Ασυγκράτητα, υστερικά, με τα απαραίτητα ηχητικά εφέ.
Μας κοιτούσαν όλοι. Κοινώς ξεφτιλιστήκαμε. Με την ίδια χλιδή οδηγηθήκαμε έξω.
Εκεί τελικά λύθηκε το μυστήριο κι όχι επί σκηνής. Η παράσταση παιζόταν πλέον μόνο απογεύματα Κυριακής.Στην Αθήνα του 2007 στην προετοιμασία μιας «χαλαρής» εξόδου, έζησα το ευτύχημα να χωρέσω στο παντελόνι νούμερο 38 της φίλης μου.
Νταξ, μη φανταστείς, εκείνη εξανεμίστηκε στο 34 και μου ‘δωσε, για να μην πηγαίνω σπίτι ένα μεγάλο δικό της από τα παλιά.
Κι αφού χορέψαμε ως τις έξι το πρωί, πήραμε το ταξί για το σπίτι.
Τόσες ώρες όρθια ξεχύθηκα στο κάθισμα με όλο μου το βάρος, όταν ξαφνικά ένιωσα μια άνεση και μια δροσούλα που τη συνόδευε ένα κρααααάτς!
Μιλάμε για εξαφάνιση όχι ένα απλό σκίσιμο.
Ο ταξιτζής και η φίλη μου ήταν ημιλιπόθυμοι από τα γέλια, αλλά εμένα με απασχολούσε ότι η καπαρντίνα που φορούσα είχε πίσω σκίσιμο, ακριβώς στο ίδιο σημείο που έψαχνα το παντελόνι.
Ήταν και η τελευταία φορά που φόρεσα ξένο ρούχο.Καθότι απ΄τη φύση μου αδέξια, διαθέτω άπειρες στιγμές που έχω ρεζιλευτεί δημοσίως αλλά θα μοιραστώ μαζί σας την πιο πρόσφατη.
‘Εχοντας δουλέψει σε τηλεφωνικό κέντρο παροχής τεχνικής υποστήριξης, όλοι όσοι με γνωρίζουν, θεωρούν ότι παίζω στα δάχτυλα την τεχνολογία.
Όσο και να διατείνομαι εγώ ότι είμαι παιδί της φύσης.
Προσπαθώ βέβαια να εναρμονιστώ χρησιμοποιώντας smartphone, tablet και δε συμμαζεύεται , έχοντας ξεγελάσει την παρέα του φίλου μου, οι οποίοι είναι δεινοί gamers, ότι κάτι ξέρω.
Βρισκόμενη λοιπόν για καφέ με τα παιδιά, μου δίνει ο ένας φίλος το hands free για να μιλήσω με τον καλό μου, που κάλεσε στο δικό του κινητό.
Αντί να βάλω λοιπόν το ακουστικό, φόρεσα το πιαστράκι του Bluetooth στ’αυτί και προσπαθούσα να επικοινωνήσω, μάταια βέβαια. ‘
Ένιωσα τα βλέμματα όλων των ανθρώπων στην καφετερία να με περιγελούν και οι φίλοι του καλού μου αφού λύθηκαν στα γέλια, με απείλησαν ότι θα του πουν να με χωρίσει λόγω πολιτισμικής διαφοράς. Δε με χώρισε.
Ωστόσο μου χάρισε σκουλαρίκια σε σχήμα Bluetooth για να θυμάμαι εσαεί το ρεζιλίκι μου.Καλοκαιράκι, ερημική παραλία με φίλους.
Δυστυχώς κι ερημική παραλία και χρυσή αμμουδία δε βρίσκεις, οπότε αρκεστήκαμε σε μία με μεγάλα βότσαλα.
Πάνω που βγαίνω από τη θάλασσα με ύφος γοργόνας που αναδύεται και απαιτώ να παίξω το κομμάτι μου, με χτυπάει το πρώτο κύμα και με ρίχνει με τα γόνατα στις πέτρες.
Και εκεί που πάω να σηκωθώ ολόγελη με τουπέ «σιγά μωρέ δεν έγινε και τίποτα», το επόμενο κύμα με ρίχνει φαρδιά πλατιά στις πέτρες και με οδηγεί σε κατανάλωση άπλετου αλμυρού νερού.
Κάπου ανάμεσα πνιγμού και κατάγματος, με μάζεψαν οι φίλοι μου – ναυαγωσώστες με τα κορδονάκια των δύο μου μαγιώ μπλεγμένα μεταξύ τους.Πρώτη Λυκείου και θέλω απεγνωσμένα το μυστήριο τύπο της Τρίτης.
Φτάνει ο σχολικός χορός, η μεγάλη μου ώρα. Ρεμπετάδικο, κρασιά, μουσικές.
Φυσικά έχω επιμεληθεί τον εαυτό μου από την κορυφή ως τα νύχια και είμαι κουκλάκι ζωγραφιστό. Το ψώνιο.
Παίρνω την κολλητή και τραβάω με στυλ για την πίστα. Σκοπός φυσικά να κλέψω τα βλέμματα και κυρίως το δικό του.
Καθώς χορεύουμε, κοιτάω που με κοιτάει.
«Εντάξει, τον έχουμε» , σκέφτομαι. Χαλάλι τόσο φτιασίδωμα.
Κατεβαίνω από την πίστα, αγνοώ την κολλητή μου που γνέφει απεγνωσμένα και περνάω με ύφος από το τραπέζι του.
-Κοπελιά;
-Παρακαλώ, απαντώ με τη σιγουριά της νικήτριας
-Έχει σκιστεί η φούστα και φαίνεται το βρακί σου.Θεσσαλονίκη, φοιτήτρια Αρχιτεκτονικής.
Μόλις είχα παραλάβει μερικά συγγράμματα από τον τρίτο όροφο της σχολής και μέχρι να τα βολέψω, είπα να τα αφήσω λίγο να ξαποστάσουν στην κουπαστή της σκάλας.
Γιατί να έχω τόσο ωραίες ιδέες πάντα; Τα βιβλία κατέρρευσαν για να προσγειωθούν στο ισόγειο πάνω σε κάποιο δύσμοιρο συμφοιτητή, όπως με πληροφόρησε ένα πονεμένο «ωχ» που ακούστηκε.
Με την ψυχή στο στόμα κάλυψα σε κλάσματα δευτερολέπτου τρεις ορόφους για να δω πόσο σοβαρά τον είχα τραυματίσει.
Όταν έφτασα στο πλατύσκαλο και είδα ποιός ήταν έχασα δέκα χρόνια από τη ζωή μου.
Ο κρυφός μου έρωτας με τον οποίο μόνο βλέμματα ανταλάσσαμε.
Κι εκεί που πάω να καλύψω και την υπόλοιπη απόσταση που είχε μείνει, να μαζέψω τα βιβλία και το κουράγιο μου να ζητήσω συγγνώμη, κατρακύλησα κι ολοκλήρωσα το καταστροφικό μου έργο.
Μετά όπου τον έβλεπα, έπαιρνα δρόμο.Μεγάλο Πεύκο 2003. Ψαρωμένοι στο εστιατόριο, έχω φάει κόλλημα να κοιτάζω τον ανθυπολοχαγό των Ειδικών Δυνάμεων που μας επιβλέπει.
Κάποιον μου θυμίζει, ξέροντας ότι δεν είναι αυτός.
Πιο πολύ η σκέψη μου πάει στην πιθανότητα με τέτοια ομοιότητα, μήπως να είναι συγγενείς.
Κι εγώ κοιτάζω όχι πονηρά, απλά σαστισμένα.
Κάποια στιγμή με πλησιάζει και με ρωτάει χαμηλόφωνα «Τι έγινε ρε σειρά γιατί με κοιτάς, είμαι όμορφος;»
Κι εγώ αυθόρμητα και με αφέλεια απαντώ «Έχεις ωραία μάτια…»
Φυσικά οι φωνές του ακούστηκαν σε όλο τον χώρο του εστιατορίου με την αιτιολογία ότι τον ειρωνεύτηκα, αλλά ήταν πια αργά για τους γύρω, που με κάνανε talk of the town.
Προς τιμήν του, ο ανθυπολοχαγός όταν έβαζε για κάμψεις όλο τον λόχο, δεν ανέφερε το άτομο που ευθυνόταν για αυτή την ομαδική ποινή.
Όσο κι αν μετά από χρόνια το αντιλαμβάνομαι σαν μια πολύ χαριτωμένη γκάφα, εκείνες τις στιγμές βίωσα πραγματικά την έννοια του ρήματος ξεφτιλίζομαι.Είμαι, λοιπόν, η καλή σου, ντυμένη στην πένα, βαμμένη λατέρνα και ακροβατώντας πάνω σε δωδεκάποντα φτάνω στη Χάριτος να κάνω κι εγώ το πέρασμά μου το εντυπωσιακό. Αψεγάδιαστη!
Μπαίνω στο μαγαζί, πάω στη μπάρα, παραγγέλνω κρασάρα -καθότι κιουρία- και παίρνω θέση λάγνα και σαγηνευτική.
Νιώθω λίγο γελοία σαν καλαμάρι που προσπαθεί να βολευτεί σε σκαμπό, αλλά ας όψεται η προετοιμασία μιας και δεν την κάνω και συχνά.
Πλησιάζει σε κάποια φάση ένα μανάρι αψηλό και πιάνουμε την κουβέντα.
Χαρά εγώ που υποστηρίζω το ρόλο με grand success κι εκεί που σκάω το χαμόγελο – δυναμίτη και λέω «τρέξε να σωθείς από την ακαταμάχητη», μου γλιστράει το τσιγάρο από το χέρι, πέφτει μες στο ντεκολτέ και ξεκινάω το χορό της βροχής χώνοντας χέρια από πάνω κι από κάτω, για να πιάσω τη γόπα που αγνοείτο ανάμεσα σε στηθόδεσμο και τούλια.
Φυσικά σπάει και το τακούνι και μες στον πανικό αποφασίζω να αδειάσω ένα ποτήρι νερό μέσα στη μπλούζα.
Καλή αντίδραση, κατ’ εμέ, μέχρι που, ανακουφισμένη που έσωσα την κατάσταση με τόση μαεστρία, γυρνάω το βλέμμα μου στο παλικάρι, ο οποίος έχει μείνει να με κοιτάει ακριβώς σαν το καλαμάρι που έλεγα πριν και με το που πάω ν’ ανοίξω το στόμα μου κάνει μεταβολή και φεύγει.
Λιπόψυχος τουλάχιστον.
Κι εκεί που σκέφτομαι «ας πάω να πέσω στο τηγάνι», μια φωνή ψιθυρίζει στο αυτί μου, «εγώ το βρήκα τρομερά χαριτωμένο».Φρέσκο προχθεσινό!
Μετλα απο τροχαίο που δεν έφταιγα, η ασφαλιστική έβγαλε το αμαξι «ολική καταστροφή». Αναλαμβάνει η εταιρία να το πουλήσει για ανταλλακτικά κι εμφανίζεται ενας θεόσταλτος άνθρωπος και το θελει προσφέροντας ενα αρκετά υψηλό ποσό για το αμάξι.
Καλύτερα δε θα γινόταν.
Κι ενώ εχει ολοκληρωθεί η πληρωμή στέλνει νταλίκα να το φορτώσει από το συνεργείο που βρισκόταν.
Με το που το παρέλαβε, μου τηλεφωνεί εξάλλος και μου λέει δεν τα συμφωνήσαμε έτσι.
«Λείπουν τα οργανάκια, η μπαταρία, ο καθρέφτης, το ντουλαπάκι, η ποτηροθήκη, ο αεραγωγός.»
«Έχω εμπιστοσύνη στο μηχανικό μου», του απαντάω με στόμφο έχω.
«Άρα τα πήρε το παιδί με την νταλίκα ή εσύ ο ίδιος και τώρα κατηγορείς εμένα.»
Απειλώ θεούς και δαίμονες, τον εχω στολίσει με ο,τι κοσμητικό επίθετο υπάρχει και τον έχω ενημερώσει ότι το πρωί καταθέτω μήνυση.
Και χτυπάει το τηλέφωνο.
Είναι ο μηχανικός που με ενημερώνει οτι τα πήρε δήθεν ενας υπάλληλος γιατί δεν ήξερε ότι πουλήθηκε.
Τηλεφωνώ επιτόπου στον αγοραστή και ξεκινάω τις συγνώμες.
Ανώφελο, όσες κι αν είπα, ακόμη νιώθω απαίσια.