Κάτσε να δω να σου τα πω, είτε σ’ αρέσει, είτε όχι. Αφού ήρθες θα τ’ ακούσεις, θα τα θυμηθώ κι εγώ που ‘χω χρόνια να τα πω.
Άκου να δεις τι γίνεται. Κάποιες γεννιούνται με το χάρισμα, οι λεγόμενες τσαούσες. Αλλά άσ’ τις αυτές, έχουν άλλα προβλήματα. Κάποιες άλλες το μαθαίνουν κάπου στο δρόμο, κάποιες δεν το μαθαίνουν ποτέ.
Ξέρω καλά τι σου συνέβη. Ξέρω τι ήρθες να μου πεις.
Κάπου γνωριστήκατε, κάπως χαμουρευτήκατε, ίσως στην καλύτερη και να πηδηχτήκατε και από τότε είσαι κάπου χαμένη στην καψούρα του ελέους, στου νταλκά το πέρα βρέχει. Εκείνος έχει εξαφανιστεί, δεν ξέρεις πού βρίσκεται, δεν απαντά σε μηνύματα, διαβάστηκε και τα σχετικά. Οι καημοί της νεολαίας, ε, ρε Σουσού που σας χρειάζεται.
Πιάσε ένα κρασί κι έλα να στα πω.
Ήμουν δε ήμουν δεκαοχτώ, Στάθη τον ελέγανε, τρελή κι αλλοπαρμένη εμένα. Έ ρε Χαρούλα, βάλσαμο και συγχωροχάρτι στο κούφιο μας κεφάλι. Ολημερίς στο πικ-απ κι εγώ να βάζω κοκκινάδι, να βγάζω κοκκινάδι, να παρφουμαρίζομαι, να χορεύω με τα φουστάνια, να βάζω τη μάνα μου για ύπνο και όταν με κλείδωνε στην κάμαρη να το σκάω απ’ το παράθυρο.
Να το σκάω και να τρέχω να τον βρω. Ούτε είκοσι εκείνος, παιδί μαζί κι άντρας, αμούστακος ακόμα, αλλά τι τα θες, μου ‘χε πάρει τα μυαλά. Λίγο το κρασί, λίγο ο Βαμβακάρης, λίγο κι η νυχτιά, με κόλλησε σ’ έναν κορμό και στούπωσε το στόμα του στο δικό μου. Έτρεμε ο κορμός, έτρεμα κι εγώ, έτρεμε κι εκείνος.
Αναμαλλιασμένη και φαντασμένη γύρισα στο σπίτι κι έμεινα πέντε μέρες νηστική. Νηστική, κλειδωμένη και ναρκωμένη να κοιτάω έξω απ’ το παράθυρο κι εκείνος να μην έρχεται. Έδειξε κατανόηση κι η μάνα, ένα φαί έξω απ’ την πόρτα και μια καλημέρα μέσα απ’ τα χείλια.
Κι όταν τελικά την άνοιξα και βγήκα στην αυλή, έψαξα πίσω από γλάστρες, μέσα σε θάμνους, πίσω από στύλους, για ένα γράμμα, μια κουβέντα, μια κασέτα, ένα ραβασάκι. Τίποτα, άδικος κόπος. Χεσμένη με είχε. Πού να το χωνέψω;
83 μέρες. 83 μέρες έμεινα να κοιτάω το προαύλιο απέναντι από το παράθυρό μου, 83 μέρες να ‘ναι παραπονεμένα τα φουστάνια στη ντουλάπια και θα ‘ταν 183, αν δε μάθαινα ότι αρραβωνιάζεται.
Κι όταν τρία χρόνια μετά τον είδα στο δρόμο, που ψέματα δε θα πω, μια αναστάτωση την έπαθα, εκείνος της έσφιξε το χέρι και με προσπέρασε χωρίς μάτια. Κι εκεί βλαστήμησα αυτές τις μέρες τις 83, αυτές τις μέρες που ‘θα πρεπε να ήταν τρεις κι αυτές και με το ζόρι.
Ο χρυσός κανόνας των τριών κορίτσι μου. Όχι αυτός που σου μάθανε σχολείο, αλλά ο άλλος που θα μάθεις μόνη στη ζωή. Ο κανόνας των τριών ημερών. Μέχρι τρεις μέρες επιτρέπεται να κλάψεις, να χτυπηθείς και να ξεκατινιαστείς με δόξα και τιμή για μια νύχτα που ‘μεινε στη μίση, για μια καψούρα που δεν πρόλαβε να σου βγει.
Την πρώτη μέρα θα ταράξεις τη γειτονιά και τις φιλενάδες. Ενθουσιασμοί, ανατριχίλες, κουβέντες, λεπτομέρειες και το τηλέφωνο σκουλαρίκι. Πότε θα πάρει, πότε δε θα πάρει. Σε όλους επιτρέπεται να στείλεις, να πεις τον πόνο σου και τη χαρά σου. Ακόμα και στη Σουσού σου επιτρέπω. Μόνο σ’ εκείνον να μη στείλεις.
Τη δεύτερη μέρα ο κώλος θα σε τρώει. Κλείδωσε τηλέφωνο στο συρτάρι κι αντέχεις κιόλας κλείσ’ το. Δες Μπρούσκο κι Άγγιγμα Ψυχής, χτύπα τρία γαλατομπούρεκα και δύο κανταΐφια, κλάψε σε φίλους, γνωστούς και περαστικούς, στόλισέ τον το μαλάκα, μεράκλωσε με Λαίδη και Ρίτα, πήγαινε στο Μπάτμαν και ξημέρωσέ το.
Την τρίτη μέρα, αν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, τρίψου στον απόπατο. Βολτάρισε στη γειτονιά του κι αν δεις φως χτύπα του το κουδούνι. Αν σου ανοίξει πες ότι πέρασες τυχαία και είπες να πεις ένα γεια. Αν δε σου ανοίξει, γράψε το κινητό του σε καρτοτηλέφωνα της γειτονιάς του με λεζάντα «εχεμύθεια-φιλικές τιμές», μπες στο πρώτο ταξί που θα βρεις μπροστά σου κι εξαφανίσου.
Την επόμενη μέρα όπως κι αν έχει εξελιχθεί το προηγούμενο βράδυ, κοίτα να ξυπνήσεις με κέφι, να βάλεις κοκκινάδι, να βγάλεις κοκκινάδι, να παρφουμαριστείς, να κουνηθείς στον καθρέφτη, να γελάς και να μη με απασχολήσεις ξανά για τα ίδια.