Αξιοθαύμαστοι είμαστε οι άνθρωποι, στ’ αλήθεια. Αξιέπαινοι ακόμα σε κάθε επιτυχημένη προσπάθεια να κρύψουμε όσα πραγματικά συνειδητοποιούμε, να καλύψουμε κάθε αυθόρμητη κι ενδεχομένως αληθινή, αντίδρασή μας. Μα αξιοθαύμαστοι ή μήπως τελικά αξιολύπητοι που πνιγήκαμε στην ίδια μας την αλήθεια για λάθη που δε μας ανήκαν καν;
Συμβαίνουν τραγικές καταστάσεις μπροστά στα μάτια μας μα σπάνια τα αντανακλαστικά μας ανταποκρίνονται στη σοβαρότητα των περιστάσεων. Καταλαβαίνουμε. Απόλυτα, άμεσα, έγκαιρα, ολοκληρωτικά, ίσως και πιο σφαιρικά απ’ όσο ακόμα κι εμείς θα πιστεύαμε για τις διανοητικές ικανότητές μας. Επικοινωνούμε με το περιβάλλον γύρω μας κι αντιλαμβανόμαστε αμέσως ακόμα και τις πιο έμμεσες πτυχές ειρωνείας, κοροϊδίας, δηθενιάς. Κι όμως, σωπαίνουμε.
Σωπαίνουμε γιατί κουραστήκαμε να ασχολούμαστε, σωπαίνουμε με το δικαιολογητικό μιας ανομολόγητης ανωτερότητας, μιας ανούσιας ανοχής, μιας απροκάλυπτης μα εκούσιας μείωσης της νοημοσύνης μας. Γι’ αυτό και στη θέση του θυμού, της αντίδρασης, του ξεσπάσματος, προωθούμε τόσο εύκολα τη σιωπή, την αδιαφορία, στην τελική τη χαζομάρα μας. Εκεί που θες να ουρλιάξεις και να κλείσεις σε μια μόνο κραυγή σου όλο το άδικο που σου σερβίρουν, επιλέγεις την ουδετερότητα και την αδιαφορία.
Αγαπήσαμε. Αγαπήσαμε ή μάλλον τυφλωθήκαμε πιο πολύ ουσιαστικά, μα στην τελική δεν έχει καμία σημασία. Ψέματα που κραύγαζαν μπροστά μας τη σαπίλα και την ανειλικρίνειά τους, μάτια που μιλούσαν και πρόδιδαν την αηδιαστική ταυτότητά τους, χαμόγελα που ήταν φανερό πως κάτι έκρυβαν. Μα και πάλι σώπασες. Γιατί πίστεψες, αφελής κι εσύ του λόγου σου, πως η ορθότητά σου θα τους αλλάξει.
Μα ξέχασες πως η ανθρώπινη σαθρότητα διογκώνεται σε κάθε σημείο ανοχής σου και πως όπως και να το κάνουμε κάποιοι άνθρωποι δεν καταλαβαίνουν, δεν επικοινωνούν, δε συνδέονται με τη λογική και τη δική σου ορθότητα.Αρρωστημένος ο ανθρώπινος νους, τόσο που όσο είσαι σωστός απέναντί του, τόσο μανιάζει να σε κατασπαράξει. Μα εδώ φταις. Φταις αποκλειστικά με ένα αίσθημα βαρυσήμαντης ευθύνης για κάθε φορά που προσπέρασες τη λογική σου κι έπεισες ακόμα και τον εαυτό σου πως δεν καταλαβαίνεις.
Σε έχουν χειριστεί μπροστά στα μάτια σου, σου έχουν πουλήσει παραμύθια στο βωμό των ονείρων σου, έχουν παίξει και πετάξει κάθε ενδόμυχη ευαισθησία σου κι εσύ, διάολε, το ήξερες μα το ανέχτηκες! Κι όταν τελικά σε άφησαν, ήταν προφανώς αργά για εξηγήσεις, για λόγους, για δίκαιο.Όταν εσύ έθεσες εξ αρχής ανοικτά τα όρια της αδικίας πώς να γίνεις δέκτης σεβασμού;
Φυσικά και γνώριζες. Και όχι, δεν ήσουν καθόλου καχύποπτος κι όλα εκείνα που ήθελες να ήταν μόνο σενάρια, ξεδιπλώνονται μπροστά σου πιο αληθινά από ποτέ. Και κάθε που ξεδιπλώνονται, τόσο σκίζεσαι. Μα εσύ είχες διαλέξει διπλωματικούς κι έμμεσους τρόπους να αναζητήσεις το δίκιο σου, τόσο που ξεφτίλισες την ουσία και που μηδένισες τη σοβαρότητα. Γιατί γνώριζες. Μα δεν έφυγες, δεν έκανες τη φυγή σου αφορμή να λυτρώσεις την ψυχή σου και την εναπομείνασα αξιοπρέπεια της καρδιάς σου. Δεν έφυγες κι ανέχτηκες ακόμα και να δικαιολογήσουν με θρασύτητα τα ψέματά τους.
Γιατί στην έσυραν την καρδιά σου και πια παλεύεις μόνος μπας και την περιμαζέψεις. Γιατί ήξερες κι έβλεπες, μάτια μου, πιο καθαρά από ποτέ. Μα όσα κι αν ανέχτηκες, για το ίδιο όνομα της αλήθειας σου που τότε σώπασες, τώρα πια ξέρεις. Ούτε βήμα πίσω σε ό,τι δεν είναι τίποτα λιγότερο από κρύσταλλο διαύγειας, ειλικρίνειας κι ευθύτητας.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη