Τρελή, αναποφάσιστη, γεμάτη εναλλαγές στις εκφάνσεις, στις εκφράσεις της με μια μόνιμη εκλεπτυσμένη γοητεία που κατοχυρώνει το παράλογο. Να τρέχεις πίσω της σαν πεινασμένο κουτάβι που του στερούν τα βασικά. Και το εκμεταλλεύεται, γιατί η κυκλοθυμία θέλει τέχνη που καλύπτεται επιτυχημένα στο στρώμα της αλαζονικής της ισχύος.
Μια κυκλοθυμική γκόμενα που έχει επανειλημμένα κατορθώσει να εγκατασταθεί στην ψυχή, στο μυαλό, στην ταύτιση των πιο κρυφών μας επιθυμιών. Μια πόλη-σβούρα που κατορθώνει με αξεπέραστο κι ανεξέλεγκτο ρυθμό να αλλάξει την υφή, την αίσθηση που σου προσδίδει, τη γεύση που σου αφήνει σε κάθε στενό της που ακουμπάς μία απ’ τις πιο γλυκανάλατες σκέψεις σου.
Αθήνα, λες και μπερδεύεσαι στο συνωστισμό των εικόνων μην μπορώντας να απομονώσεις ένα κομμάτι της. Και σαν τρελαμένη γκόμενα με σταθερό το μοτίβο κρύο και καύσωνα, μπορεί ταυτόχρονα να σε κουράσει και να σου προσφέρει την ακριβέστατη δόση ανακούφισης τη στιγμή που το ‘χεις ανάγκη σαν ανάσα σου.
Άγρια, να σε προκαλεί και να σε παθιάζει ενώ λίγα λεπτά πριν σου είχε δώσει κάθε αφορμή να ξενερώσεις και κάθε δικαιολογία για την αναξιότητά της. Στο πρόσωπο εκείνων των στενών στα Εξάρχεια, κάπου μεταξύ Ζωοδόχου Πηγής και Βαλτετσίου, η αμείωτη ζωντάνια απ’ τα γέλια που είναι ακόμη απόδειξη για την ύπαρξη αλήθειας γύρω μας, η Αθήνα σε εξιτάρει και θέτει περιττό κάθε ίχνος κούρασης. Σε προκαλεί. Σε προκαλεί να περπατήσεις, να καταρρίψεις με συνεχή ρυθμό κάθε προκατάληψη και κακοφημία. Σε προκαλεί να προχωρήσεις, να σου προσφέρει ανάσα μέσα στο αποπνικτικό της χάος που ‘ναι πάντα σταθερή κούνια της.
Με ρυθμό αυξομείωσης, η πρόκληση νεύρων κι αντοχής συνεχίζεται σ’ ό,τι μπορείς να αποκαλέσεις κέντρο της. Και σαν σουσουράδα απ’ τις λίγες, γελά κρυφά κάθε φορά που ξεστομίζεις «ποτέ ξανά», κάθε φορά που πνίγεσαι απ’ το γρήγορο βάδισμα, απ’ τον πονοκέφαλο του πανικού γύρω σου, πλάι σου, μπροστά σου.
Σε τρελαίνει με κάθε ευκαιρία, συνειδητά ή ασυνείδητα και το γουστάρει. Κατ’ ακρίβεια, λαμβάνει δύναμη και τρέφεται με το να σε τρελαίνει. Τι κι αν λίγα λεπτά πριν σε έπνιγε. Σε απόσταση λίγων μόλις χιλιομέτρων, μπορείς να βρεθείς σε εκείνα τα μέρη, σε εκείνα τα μαγικά κλειδιά της αναπνοής σου, που χρόνια τώρα ξέρεις πότε να τ’ ανοίγεις.
Φοιτητικές αναμνήσεις, στιγμές ζωής, άνθρωποι καρδιάς, όλα χαραγμένα στα πιο ενδόμυχα «μακάρι» σου, αποτυπωμένες στο πιο πολύτιμό σου χαμόγελο. Αμπελόκηποι, Ζωγράφου, Γουδί και κάπου εδώ οι παλμοί σου και τα μάτια σου άρχισαν ήδη να μην ελέγχονται.
Λεωφόρος Παπάγου, οδοί Κοτοπούλη, Γαρδένιας, Ελευθερίου Βενιζέλου και τόσες άλλες που στο άκουσμα και μόνο είναι ικανές να σε συγκινήσουν. Ναι, γι’ αυτές τις οδούς που έχεις αφήσει ισχυρά κομμάτια της ψυχής σου, σε ένα παζλ για δυνατούς λύτες με τα χρόνια να περνούν και να καθίστανται ανίκανα να απαλύνουν τον περίεργο πόνο και την ανατριχίλα.
Ο ορισμός ενός κυκλοθυμικού πλάσματος που αφήνεται σε κάθε γειτονιά που διασχίζεις, σε κάθε στενό της ίδιας γειτονιάς πολλές φορές. Σε τρομάζει, σου επιβάλλεται και δεν μπορείς να φύγεις μακριά της μα αν είναι κάτι που τη χαρακτηρίζει αδιαμφισβήτητα διαχρονικά είναι ο ρομαντισμός της.
Απ’ τα Δυτικά προάστια και τα κουτουκάκια του Ιλίου, της Πετρούπολης, μέχρι και τα παραλιακά διαμάντια της, η ρομαντική υφή της είναι η μεγαλύτερα ανακούφιση που μπορείς να δώσεις σαν δώρο της ψυχής σου. Νέος Κόσμος, Νέα Σμύρνη, Καλλιθέα, δρόμος Γλυφάδας κι από εκεί η ευθεία που σε οδηγεί στον Πειραιά. Με το που διασχίζεις το Καραΐσκάκη, η διάθεσή σου αναπόφευκτα αλλάζει. Άλλος κόσμος, λες κι επιβεβαιώνεσαι μόλις περάσεις και την Ηρώων Πολυτεχνείου. Λίγα μέτρα μακριά, το γαλάζιο στην πιο προκλητική του εκδοχή. Με την εμπορικοποίηση να φαίνεται τόσο μικρή μπροστά στο μεγαλείο αυτής της πόλης, το Πασαλιμάνι, η Μαρίνα Ζέας, το Μικρολίμανο, συνεχίζουν να δίνουν ανενόχλητα τα δικά τους ρέστα, το δικό τους μετερίζι ανάσας στους τυχερούς που τα ζουν.
Γιατί σε κάνει να ποντάρεις με σιγουριά πάνω της κι ας πηγαίνεις πάσο ενδιάμεσα. Γιατί η εκνευριστική της αυτοπεποίθηση κι ο δυναμισμός της σε κολλάει με εμμονή πάνω της και σε θέτει εκούσιο δέκτη της κατρακύλας της. Να σε ταράζει και σε ελάχιστο χρόνο να σε γαληνεύει, να σε γλυκαίνει, να σου προσφέρει όσα θες πριν της τα ζητήσεις. Να είναι η έμπνευση κι η φυλακή σου, το οξυγόνο και το δηλητήριό σου, να σε πρήζει μα να ‘ναι πάντα απόλυτα ικανή συνομιλήτρια και κατανοητική στις ανάγκες σου.
Για όσα μας έχεις χαρίσει, για όσα μας έχεις στερήσει, για όσα μας επιφυλάσσεις, έχεις δικαιωματικά μια μόνιμη θέση στη γλυκιά μελαγχολία μας. Γιατί θα μας λείπεις πάντα και θα σε ζητάμε, γιατί θα ψάχνουμε κομμάτια του εαυτού μας και θα τα βρίσκουμε μόνο στα φώτα αυτής της πόλης. Γιατί με την πρώτη ευκαιρία θα παρατάμε τα πάντα για εκείνο, το αιώνιό σου «λίγο».
Σε εκείνο το κομμάτι της ψυχής μου που θα έχει πάντα ταυτότητα και ισχύ, αυστηρώς Αθηναϊκή…
Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου: Πωλίνα Πανέρη