Πέφτεις σε λάθη συνεχώς. Κάποτε το ένα λάθος διαδέχεται το άλλο από δική σου ευθύνη. Ίσως και κάποτε να έχεις κάνει λάθη που τα προόριζες για σωστά. Δικαιολογημένα ή όχι λοιπόν, έπεσες χαμηλά.
Χαμήλωσαν έτσι κι άμυνές σου, οι στόχοι σου, ακόμα και τα κριτήριά σου. Αυτά που με τόσο λεπτό χειρισμό έπλαθες μέσα στα χρόνια αναγκάζεσαι μέσα σε μια στιγμή να τα διαλύσεις. Κι είναι λυπηρό που σε έναν κόσμο που ολοένα και περισσότερο σου προστάζουν την κατεύθυνση των οραμάτων σου, εσύ να γίνεσαι ξαφνικά ο τελευταίος τροχός της αμάξης για τις δικές σου αποφάσεις.
Κι έτσι πέφτεις. Σωπαίνεις μέχρι που η σιωπή βρίσκει τη φωνή της και αυτοπροσδιορίζεται. Παραπονιέσαι, αλλά ψάχνεις πιο απελπισμένα από ποτέ μια λέξη, μια συμβουλή που θα σου φέρει τα πάνω-κάτω, που θα σε κλωτσήσει και θα σε ξυπνήσει από το λήθαργό σου. Κι αν μέχρι τώρα δυσκολευόσουν κι είχες κόμπο που πονάει και δεν μπορούσες να μιλήσεις, είναι στιγμές που ξέρεις ακριβώς πού πρέπει να απευθυνθείς.
Μέσα από μια οθόνη υπολογιστή γίνονται οι πιο συγκινητικές εξομολογήσεις σου. Σε αναγκάσανε, βλέπεις, να είσαι μακριά, ακόμη και να πονάς από μακριά. Και οι αιώνια πιστοί σύμμαχοι και συμπαραστάτες σου, οι συνήθεις βράχοι σου, οι γονείς σου, βρίσκονται πάντα εκεί. Τι κι αν πορεύεστε ξεχωριστά, η ψυχή σου αιώνια θα αναζητεί το κομματάκι ουρανού που προσφέρει η δική τους ζεστασιά. Είναι εκείνη η φωνή που έχεις πραγματικά ανάγκη, είναι εκείνο το γέλιο που είναι τόσο αυθεντικό που σου προσφέρει μέγιστη ασφάλεια και κρέμεσαι από αυτό.
Και κάπως έτσι, ενώ η οθόνη θολώνει πολλές φορές από τα δάκρυά σου, από τα παράπονά σου, είναι κάποιες κουβέντες λιτές μεν, υπεραρκετές δε, για να σε ζαλίσουν και να σε προτρέψουν να σε σκεφτείς αλλιώς.
«Και να χαλάσει ο κόσμος, εμείς θα τον ξανακτίσουμε» ακούς από μια γερασμένη κάπως χροιά, από ένα κουρασμένο ίσως πρόσωπο, από μια όμως, καθ’ όλα αστείρευτη, νιότη κι επιθυμία για ζωή.
Πόση αισιοδοξία να κρύβει μια ψυχή μέσα της; Πόσα προβλήματα χωράνε και δικαιούνται να υφίστανται μέσα σε μια θετική στάση ζωής;
«Έχεις ακόμη να κλάψεις πολύ μέχρι να κάνεις τον κόσμο να γελάει» έλεγε ο Γιάννης Ρίτσος και τα θυμάμαι μέσα από τις γενναίες κουβέντες του πατέρα μου. Γιατί έχει δίκαιο. Θα τον ξανακτίσουμε τον κόσμο! Κι αν φαντάζει αφελές, είναι που πιστεύει τόσο στην καθαρότητα και την αγνή ομορφιά των ονείρων μας.
«Μακάρι κάποτε να γίνει αντιληπτό ότι το μέλλον ανήκει στα χαμόγελά σας» συνεχίζει να μου λέει και να με αφήνει για δεύτερη συνεχόμενη φορά μέσα σε λιγοστά λεπτά, άφωνη. Κι έτσι όσα νόμιζες ότι ήξερες, με έναν απροσδιόριστο τρόπο φαντάζουν ανύπαρκτα θρύψαλα. Ξαφνικά νιώθεις τόσο μικρός που παραπονέθηκες και που πίστεψες, χαζός του λόγου σου, ότι δεν μπορείς να τα καταφέρεις.
Γιατί τα συντρίμμια δεν ήταν δικά μας. Και γιατί αυτά τα συντρίμμια μπορούν δύσκολα, μεν αλλά όχι ακατόρθωτα να ανασυσταθούν, να αποκτήσουν νέα υπόσταση και ταυτότητα μέσα από το πείσμα μας.
Κι αν δε σου δίνουν την πολυπόθητη ευκαιρία, φτιάξε την μόνος σου. Γιατί πολύ πιθανόν θα είναι πιο ουσιαστική και πιο όμορφη από αυτήν που θα είχαν οι άλλοι να σου πρσφέρουν. Μπορείς και τίποτα δεν αφήνεις να σε αντικόψει, έτσι ως απάντηση κι οφειλή για όσα πιστεύεις ότι αξίζεις.
Και κάπως έτσι, από ο πλέον ματαιόδοξος μετατρέπεσαι σε έναν μπολιασμένο με δύναμη, ώριμο άνθρωπο, συμπορευόμενο με την πραγματικότητα αλλά ποτέ χωρίς τη συντροφιά των ονείρων του.
Και κυρίως νιώθεις πέρα για πέρα ευλογημένος που ακούς λόγια δύναμης με αυτούσιο κουράγιο από ανθρώπους που έζησαν πολύ χειρότερα από σένα κι όμως τα κατάφεραν.
Άνθρωποι που αναγκάστηκαν να δουλέψουν στα πιο τρυφερά τους χρόνια, που έζησαν στο πετσί τους πόλεμο, κακουχίες, οικογενειακή απομόνωση και διαχρονική ενδοοικογενειακή υποκρισία κι όμως δεν τα παράτησαν ποτέ και δεν παραπονέθηκαν κιόλας και ποτέ τους. Γιατί πίστευαν όσο ποτέ, ότι ο κόσμος χαλιέται μόνο για να ξανακτιστεί σε νέες βάσεις.
Κι αν φυσάει κόντρα κι αν μπάζει από παντού, υπάρχει πάντα η αντίθετη κατεύθυνση να γυρίσεις το κατάρτι σου. Κι αν με την πρώτη λυγίσει, λυγίζοντας κάνεις τα πανιά σου πιο ανθεκτικά.
Ο εκνευρισμός κάθε φορά που θεωρούμε ότι πρόκειται για συμβουλές ουτοπίας, είναι στην πραγματικότητα η μοναδική ουτοπία που υφίσταται. Δύναμη θα έπρεπε να ήταν και αμιγές πείσμα για όσα κάποιοι πιστεύουν μανιωδώς ότι αξίζουμε.
Κι αν έχεις τόση αγάπη δίπλα σου για όπλο, κι αν έχεις τόση εμμονή σαν πέτρα που σου φωνάζει ότι μπορείς, ξανασκέψου το. Μπορούμε ή δεν μπορούμε να ξανακτίσουμε τον κόσμο τους φέρνοντάς τον στα αγνά ιδανικά μας;
Αφιερωμένο στους βράχους μου, στην ουσία της ζωής μου όλης, τον Ανδρόνικο, τη Νίκη και τον Χάρη μου, χωρίς κανένα ευχαριστώ γιατί θα είναι πάντα λίγο.
Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου: Σοφία Καλπαζίδου