«Μόνο αυτοί που προσπάθησαν πολύ έχουν δικαίωμα στο παράπονο» έλεγε ο Τάσος Λειβαδίτης κι αν ο σκοπός του ήταν να μας αποτελειώσει, το ‘χει κατορθώσει με απόλυτη επιτυχία.

Γιατί χωρίς να το πολυσκεφτούμε, όλη μας η ζωή είναι μια συνεχής προσπάθεια. Όσο μεγαλώνεις δε, η προσπάθεια γίνεται όλο και πιο επιλεκτική μιας και φυσιολογικά, ξέρεις με τι να ασχοληθείς και τι ν’ αγνοήσεις. Πήρες απόφαση ότι είσαι πολύ δυνατός και πως μπορείς ν’ αντέξεις τα πάντα. Είσαι ακόμη στο παιγνίδι εξάλλου κι ας σου έχουν τύχει τόσα κι αυτή είναι η πιο ισχυρή απόδειξη της αντοχής σου. Δεν ανέχεσαι ούτε καν να υπονοήσουν την ανικανότητά σου ή να αμφισβητήσουν την ψυχική σου ισχύ.

Μα κάπου σ’ αυτές τις ψυχικές ισορροπίες, η δύναμη γίνεται αυτοσκοπός χωρίς να το επιζητήσεις. Κι είναι τότε που πιάνεις τον εαυτό σου να ξεσπά. Μπορεί πριν λίγο να γελούσε, μα ξαφνικά όλα τα δάκρυα που πάλεψες να κρατήσεις, τρέχουν σε αγώνα παραπόνου με το τελικό σημείο παύσης να είναι πολλές φορές, άγνωστο.

Τίθεσαι κόντρα στον εαυτό σου και στις προσπάθειές σου μα κυρίως τίθεσαι κόντρα στα όσα νομίζεις ότι θες.

Γιατί τη στιγμή που αρχίζεις να κλαις, αντιλαμβάνεσαι πόσο πολύ ανάγκη το είχες. Τι κι αν η μέρα σου πήγε γενικά καλά, τι κι αν η στραβή που σου έτυχε ήταν ασήμαντη; Ήταν όμως υπεραρκετή για να ενεργοποιήσει όλα εκείνα τα κουμπιά που σε πειράζουν και σε επηρεάζουν. Όλες οι ευαισθησίες βρίσκουν κοινό σημείο αναφοράς κι εμφανίζονται όσο πιο έντονα μπορούν κι εσύ απλώς ακολουθείς.

Σκέφτεσαι τις προσπάθειές σου, θυμάσαι τους σκάρτους που πέρασαν από τη ζωή σου, τις προσπάθειες να ξεπεράσεις όσα σ’ έσκισαν και μανιάζεις με ‘σένα που παραέγινες δυνατός. Γιατί μεταξύ μας, είναι στιγμές που σιχαίνεσαι την τόση δύναμη με την οποία εμπλουτίστηκες. Γι’ αυτό και κλαις. Έχεις ανάγκη να λυγίσεις.

Σε κούρασαν οι άνθρωποι και δε θες να μιλάς για τα δικά σου, πόσο μάλλον να μοιράζεσαι τις στιγμές σου. Είσαι αντιμέτωπος εσύ με τον εαυτό σου και κανείς δεν πρόκειται να σε κρίνει και να το εκλάβει σαν αδυναμία κι αυτό σε κάνει να νιώθεις ασφαλής.

Λίγοι άλλωστε μπορούν να καταλάβουν πως το κλάμα σου δίνει δύναμη. Στο στενό κι απόλυτο μυαλό πολλών ανθρώπων το κλάμα είναι η πιο συνηθισμένη έκφανση της αδυναμίας μας. Ίσως γιατί πολλοί ακόμα ντρέπονται να κλάψουν, γιατί οι ανασφάλειες δεν τους αφήνουν να καταλάβουν ποιοι είναι.

Μα εσύ ξέρεις πια. Ξέρεις καλά πως το κλάμα σου είναι η πιο ισχυρή μορφή αυτοπεποίθησης. Το επιδιώκεις άλλωστε σε μια γωνιά ενός δρόμου, περπατώντας για το σπίτι, φαντάζεσαι μόνο την πόρτα να κλείνει κι εσύ να κουλουριάζεσαι στο κρεβάτι και να πνίγεσαι στους λυγμούς σου ακούγοντας τα τραγούδια εκείνα που ξέρεις καλά πως σε διαλύουν, διαβάζοντας τα άρθρα, τους στίχους εκείνους που βαράνε κέντρο στην κινητοποίηση του ξεσπάσματός σου.

Το δικαιούσαι το κλάμα σου. Αποβάλλεις έτσι τα άχρηστα, τα ανούσια, όσα δεν είπες κι όσα δεν έχουν λόγο ύπαρξης στη σφαίρα του εγκεφάλου σου. Τι κι αν δεν είναι πια μέρος της ζωής σου άνθρωποι και καταστάσεις· οι σκέψεις και μόνο, η θύμηση αυτή η τόσο ισχυρή, είναι αρκετή για να σε κρατήσει πίσω, να σε κάνει να κολλάς σε κάθε βήμα σου.

Είναι λοιπόν μια μορφή ιερής τελετής με ‘σένα για να κλείσεις τα παλιά και να ριχτείς ξανά στη μάχη με τα επόμενα. Επιλέγεις ποια φεύγουν και ποια μένουν με τον πιο προσωπικό κι ανακουφιστικό τρόπο που σε συνδέει με τα πιο βαθιά σου συναισθήματα. Με μια πολύ σημαντική διαφορά, ότι αναδύεσαι ακόμα πιο δυνατός μιας κι από τη σκέψη σου εκλείπουν πια ακριβώς εκείνα που σ’ έφθειραν.

Μην ντρέπεσαι που κλαις. Μόνο εσύ ξέρεις πόσο σου ‘χει λείψει  να μπορείς να ανασαίνεις κανονικά. Μόνο εσύ ξέρεις τη γιατρειά στους κόμπους που σε βαραίνουν. Κλάψε.

Πονάς που παλεύεις, πονάς που πρέπει να ξεσπάσεις για ν’ ανασυστάσεις δυνάμεις, μα το να μπορείς να παραμείνεις δυνατός έχει πάντα τίμημα. Και το κλάμα είναι το μοναδικό, χωρίς μελλοντικό κόστος, τίμημα, με το οποίο έρχεσαι αντιμέτωπος.

Προκειμένου να λυτρωθείς, κλάψε.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου