Κύπριος είσαι; Ακούς, ξανακούς και θα ακούς όσο θυμάσαι την ύπαρξή σου. Και κάπου εδώ αναπόφευκτα το χαμόγελο αποτελεί μονόδρομο κι η μνήμη σου ξαφνικά γεμίζει με τόσα περιστατικά, τόσα αμέτρητα σχόλια, στην πλειοψηφία κοινά μεταξύ τους, για την τόσο χαρακτηριστική προφορά σου. Κι η αλήθεια είναι πως γνωρίζουν καλά την απάντηση πριν καν μιλήσεις.
Είναι που μας έριξαν παιδιά ακόμη στις μεγαλουπόλεις των σπουδών μας κι η πρώτη επαφή ήταν στ’ αλήθεια δύσκολη κι ας μιλάμε την ίδια γλώσσα. Είναι που έλεγες μια απλή καλημέρα και σε σχολιάζανε κρυφά ή φανερά συνειδητοποιώντας την καταγωγή σου. Είναι κυρίως εκείνα τα ευτράπελα που μπήκαν στο δρόμο σου στην προσπάθειά σου να προσαρμοστείς με μια καθ’ όλα καινούρια νοοτροπία με κυρίαρχο το κομμάτι της γλώσσας.
Το κάθε μέρος, πόσο μάλλον ένας τόπος με μικρή γεωγραφική έκταση, ένα χωριό, ένα νησί έχουν έναν επιπλέον λόγο για να ξεχωρίζουν απ’ το σύνολο μιας κι η διάλεκτός τους και να θέλουν να την κρύψουν, κραυγάζει από χιλιόμετρα.
Και παρ’ όλο που πολλές φορές πιάσαμε τον εαυτό μας να νιώθει αμήχανα για τη διάλεκτό μας, που αρκετές φορές ο κόσμος θύμωνε μετά απ’ τις απανωτές προσπάθειες να μας κατανοήσει, η πραγματικότητα δηλώνει πως ο περισσότερος κόσμος ενθουσιάζεται με την προφορά μας. Κατ’ ακρίβειαν, ξένος κόσμος σε αγκαλιάζει έχοντας σαν κώδικα αποδοχής την κυπριακή προφορά μας.
Αυτή η διάλεκτος η τραγουδιστή με τα κάποια λαθάκια, τους δικούς μας τονισμούς, την ατελείωτη επανάληψη των συμφώνων, τις ατελείωτες λέξεις στην ομιλία μας, όλα αυτά στον περισσότερο κόσμο εκτός του νησιού μας προκαλούν ιδιαίτερη συμπάθεια σαν κουδούνι ώθησης θετικής ενέργειας και ζωντάνιας.
Και κάπως έτσι, αρνούμαστε να αποχωριστούμε την προφορά μας όσα χρόνια κι αν μείνουμε μακριά απ’ τον τόπο μας. Αρχικά δεν είναι εύκολο να αποβάλλεις ένα απ’ τα κυριότερα κομμάτια του εαυτού σου με το οποίο γαλουχήθηκες, το οποίο αποτελεί σημάδι της ταυτότητάς σου, της προσωπικότητάς σου, της συνεχούς διαμόρφωσής σου για όλη τη ζωή σου.
Δεν είναι καν θέμα τοπικισμού όσο πιο πολύ θέμα αλήθειας. Γιατί μόνο με τον τρόπο που νιώθεις ο εαυτός σου μπορείς να εκφραστείς στοχευμένα και να εξωτερικεύσεις όσα θες στ’ αλήθεια να πεις. Γι’ αυτό και σπάνια θα ακούσεις Κύπριο να νευριάζει ή να κάνει αγάπες χωρίς τη χρήση των χαρακτηριστικών φράσεών μας.
Ε μάνα μου ρε, ακούς έξω από μαγαζιά, απ’ τις σχολές, στους δρόμους και κάπου εκεί είναι ένας Κύπριος που σε καλωσορίζει, που έχει ενδεχομένως ενθουσιαστεί που σε άκουσε, που έχει λυπηθεί και θέλει να δείξει τη συμπόνοια του αλλάζοντας βέβαια το ύφος στη φράση. Αντίστοιχα, όταν θέλουμε να υποστηρίξουμε την άποψή μας, γνωστοί ισχυρογνώμονες του λόγου μας, δεν υπάρχει περίπτωση να μη μιλήσουμε κυπριακά. Γιατί παραθέτοντας επιχειρήματα, ένα μέρος του εαυτού σου ξεδιπλώνεται.
Και μεταξύ μας, η κυπριακή προφορά είναι τόσο γοητευτική κι εμείς το εκμεταλλευόμαστε άφοβα. Ξέρουμε, το νιώθουμε, μας το μεταδίδουν απλόχερα πως ελκύουν τα κυπριακά προσθέτοντας ένα ακόμα λόγο στην άρνησή μας να αποχωριστούμε τη διάλεκτό μας. Ιδανική απόδειξη όλες εκείνες οι φορές που μίλησες κυπριακά στο άτομο που έβαλες καιρό στο μάτι και συνειδητοποίησες πως δεν ήταν δα και τόσο δύσκολο να αποσπάσεις το πρώτο, μα καθόλα απαραίτητο στάδιο της προσοχής του. Κι εκείνες οι άλλες τόσες που καταλάβαινες πως τρελαίνονται με τις φράσεις σου και κάπου το παράκανες, το συνέχιζες ή το προκαλούσες.
Είμαστε Κύπριοι και φαινόμαστε. Φαινόμαστε γιατί και να θέλαμε να κρυφτούμε, η στάση του σώματός μας, η ίδια η εμφάνισή μας, πολλές φορές είναι επαρκή για να προδώσουν την ταυτότητά μας. Μια ταυτότητα που θεωρούμε ευλογία, ένα εξελισσόμενο στίγμα του εαυτού μας που μας καθιστά ξεχωριστούς μέσα σε ένα τεράστιο σύνολο εκτός Κύπρου, με υποσύνολα άλλους τόσους μοναδικούς ανθρώπους.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη