Μόνοι πορεύονται οι άνθρωποι. Μονάδα ο καθένας. Ξεχωριστή οντότητα κι η φράση από μόνη της επαρκής να δηλώσει την ανεξάρτητη φύση μας, τη γερά κτισμένη ικανότητα ανασύστασης κι αναδιαμόρφωσης στην αρχική μορφή μας. Μονάδα.

Άνθρωποι πάντα να βαδίζουν πλάι, γύρω, πίσω σου μα όλοι έρχονται για να φύγουν κάποια στιγμή. Όλα εκεί καταλήγουν και το ξέρεις. Και σαν μονάδα πάλι εσύ στην απώλεια κάθε κομματιού σου. Το ξέχασες πως μόνος σου πορεύεσαι και για λίγο πιάστηκες αιχμάλωτος της ανθρώπινης φύσης σου.

Μονάδες συσταθήκαμε μα μονάδες ικανές να συμβιώσουν. Παρενθέσεις στο όνομα του έρωτα, της φιλίας, της οικογένειας με την οικογένεια βέβαια να ανήκει εκτός παρένθεσης μιας και για πολλούς είναι ξεκάθαρα κάτι άλλο, κάτι πέρα από κάθε προσωπική υπόσταση και κυριαρχία.

Τους θες τους ανθρώπους και σε θέλουν κι αυτοί. Όσο δεν απειλείς την καλά διαμορφωμένη βασιλεία τους, σε θέλουν. Σε βοηθάνε κάποτε, κάποτε σου δίνουν μέχρι και νόημα κι αυτό θα μείνει για πάντα αδιαμφισβήτητο. Κι η αλήθεια τους είναι στιγμές που υποκύπτει σε κάθε καχυποψία. Άνθρωποι αληθινοί μα που ήρθαν για να φύγουν, να σε αφήσουν ή να τους αφήσεις μα ήρθαν για να απουσιάσουν πάλι ξανά.

Είσαι μονάδα. Το συνειδητοποίησες άλλωστε όλες εκείνες τις φορές, μικρής η μεγάλης διάρκειας που έψαχνες μόνος να σε βρεις. Μονάδα μες στο θορυβώδες πλήθος κι αδιέξοδο οι λυγμοί σου που κάποτε κι αυτοί κουράζονταν κι έκαναν δειλά-δειλά βήματα να σου δείξουν πως τάχα σε προδίδουν.

Πώς αλλιώς να σε αποκαλέσεις όταν έχεις για μάρτυρες εκείνες τις νύκτες που δεν ξημέρωναν, εκείνες τις μέρες που σιχαινόσουν το φως γιατί διατάρασσε τη μιζέρια σου! Ανοίχτηκες, δόθηκες, ίσως κι οριακά να πουλήθηκες κι όλο αυτό γιατί σε ξέχασες. Γιατί μπορεί να φοβάσαι να συνειδητοποιήσεις πως είσαι μονάδα μα επενδύεις  πολλά σε αυτά τα καλοχτυπημένα μούτρα.

Μα κάποια στιγμή, σε βρήκες. Κατ’ ακρίβεια, κάπου μεταξύ μιας μεγάλης βόλτας κι απολογισμού για όσα σε άφησες να βιώσεις, αρχίζεις να σε βρίσκεις. Και σου αρέσεις. Σε γοητεύει που μπολιάστηκες με μια δύναμη που ήσουν πεπεισμένος ότι δεν υπάρχει.

Τα κατάφερες, μόνος ή με τη βοήθεια των αξιόλογων «κάτι» σου. Και την είχες ανάγκη τη βοήθεια, εκείνα τα χέρια, τα λίγα όπως επιδίωκες, που ήταν ικανά να σε τραβήξουν μακριά απ’ το τέλος. Ήταν εκείνη η φωνή κι εκείνο το χαμόγελο που σ’ έπεισαν να αντέξεις κι ας μη θυμηθείς ποτέ τους λόγους.

Μα αν δεν ήσουν εσύ, αν δεν ήταν η όλο λάμψη θέλησή σου, η κατάσταση θα επέστρεφε ακόμα πίσω με τόσο ψυχοφθόρες αλλαγές στην ψυχολογία σου. Τα κατάφερες γιατί ξαναγνωρίστηκες με ‘σένα, με όλες σου τις πτυχές μα κυρίως αυτές που φοβόσουνα. Εσύ, εσύ σε βοήθησες, εσύ σε ξέμπλεξες.

Γι’ αυτό να σου συμπεριφέρεσαι κομψά, προσεκτικά, με επιφύλαξη και φόβο, όπως άλλωστε αρμόζει σε καθετί πολύτιμο. Εσύ και τα «κάτι» σου στα οποία οφείλεις πολλά και για χάρη τους θα θυσίαζες κάθε καινούριο εαυτό σου.

Μα να θυμάσαι πως το κουβάρι απαιτεί την αρχή σου για να βρεθεί μια άκρη. Να θυμάσαι ακόμα πως  μια δική σου απόφαση, μπορεί να καθορίσει τις στιγμές που παλεύεις να ανακτήσεις. Να θυμάσαι να σε προσέχεις.

 

Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου: Πωλίνα Πανέρη

Συντάκτης: Ήβη Παπαϊωάννου