Μετά από μια ζόρικη και βάλε μέρα στη δουλειά αράζεις ανενόχλητος στον καναπέ απολαμβάνοντας για πολλοστή φορά την αγαπημένη σου σειρά σε επανάληψη. Τη μονότονη απραξία που γουστάρεις έρχεται να διακόψει το τηλέφωνο -που να μη χτύπαγε!
Βλέποντας και μόνο τον αριθμό αντιλαμβάνεσαι τη συνέχεια. Ώρες ατελείωτες με το αυτί στο ακουστικό να ζεσταίνεται, να ακούς για τα μικροπρεπή προβλήματα από τον συνήθη ύποπτο.
Το επεισόδιο είναι γνωστό με τους πρωταγωνιστές ν’ αλλάζουν απλώς ονόματα. Είναι εκείνοι οι τύποι που όλοι γνωρίζουμε και πασχίζουμε να βγάλουμε από τη ζωή μας μιας και μας κάνουν τις ώρες και τα λεπτά δύσκολα. Φερόμενοι τις περισσότερες φορές ως φίλοι μας, βρίσκουν στο πρόσωπό μας το ιδανικό μαξιλάρι για να ζουλήξουν μέχρι πνιγμού με τα ηλίθια προβλήματά τους, τα ασήμαντα βεβαίως τις περισσότερες φορές, χωρίς κανένα πραγματικό ενδιαφέρον.
Η συζήτηση αρχίζει με το τυπικό «γεια σου ρε, τι κάνεις»; Ε μην παραπονιέσαι, σε ρώτησε για σένα, καλά πάμε, σκέφτεσαι μέσα σου. Έλα, όμως που δεν το εννοεί. Είναι απλώς η εισαγωγική φρασούλα που λειτουργεί ως έναυσμα για να αρχίσει το τροπάριο.
Η δίωρη –αν είσαι τυχερός και δεν έχει κέφια– συζήτησή σας σου αφήνει ένα γερό πονοκέφαλο για να τον θυμάσαι. Τύφλα να έχουν να βάσανα απ’ τη δουλειά, η πάρλα του αφεντικού σου κι η πολυλογία των συναδέλφων σου.
Λες κι η μοίρα γνώριζε τι χρειάζεσαι πιο πολύ για να γελάσει εις βάρος σου, έκανε το ρημάδι να χτυπήσει την πιο ακατάλληλη στιγμή. Να μην το απαντήσεις θα ήταν μια πολύ καλή επιλογή αν δεν γνώριζες τη σπαστική επιμονή που θα ακολουθούσε και κυρίως τις ατελείωτες αερολογίες άπαξ και σ’ έπιανε στο στόμα του.
Έχεις κι εσύ τα δίκια σου αφού εκεί που πας να ταυτιστείς με τη συζήτηση, να πεις τη γνώμη σου βρε αδερφέ με βάση τις δικές σου εμπειρίες, τα δικά σου ζόρια, καταλαβαίνεις πόσο λάθος ήταν που το προσπάθησες και μόνο. Κι άσχετο με τα δικά του προβλήματα να πεις, αυτός θα βρει έναν τρόπο να το γυρίσει πάνω του.
Κάποιος να τους πληροφορήσει τους φλύαρους πως όσο κι αν δεν το υποψιάζονται, έχουμε κι εμείς προβλήματα. Κι αφού θες να λέγεσαι φίλος, προσποιήσου τουλάχιστον ότι μ’ ακούς, γνέψε παθητικά με το κεφάλι σου κι ας μην άκουσες λέξη απ’ όσα σου είπα. Μια φορά τιμητικό δεν είναι αλλά είναι πολύ προτιμότερο απ’ το να λαμβάνεις για απάντηση καθετί άσχετο δικό του.
Θες να μοιραστείς τη χαρά σου μαζί με τους και δεν μπορείς. Κάθε σου προσπάθεια πολύ πιθανόν να βρει τον συνηθισμένο τοίχο του «α κι εγώ» που προστάζουν κάθε τρεις και λίγο με την πρώτη ευκολία.
Εννοείται βέβαια πως ακόμα και στη σπάνια περίπτωση που θα σε ακούσουν, είναι απίθανο να συμμεριστούν τη χαρά σου, αφού σίγουρα θα υποστηρίξουν πως έχουν ζήσει τα ίδια μ’ εσένα. Βρίσκουν, φαίνεται, στα ψέματα τον καλύτερο τρόπο για να καλύπτουν τα σιχαμερά κόμπλεξ τους.
Είναι πραγματικά απορίας άξιον πως μπορούν τέτοια άτομα να περιτριγυρίζονται από άλλους. Πιθανότατα, πρόκειται για αυτούς που δε φημίζονται για τα σταθερά άτομα στη ζωή τους, μιας και ο εγωισμός κι η μονόπλευρη στάση με την οποία αντιμετωπίζουν τους άλλους αποτελεί επαρκή αιτία για να διώξουν από κοντά τους και τον πιο καλοπροαίρετο.
Αν το καλοσκεφτούμε, ουσιαστικά ρωτούν μόνοι τους , απαντούν μόνοι τους και κτίζουν ένα μακρύ διάλογο με τον εαυτό τους.
Και τι στον κόσμο να αντιλαμβάνονταν για μια στιγμή την υπνηλία που προκαλεί ο εγωιστικός μονόλογός τους. Γιατί σε βλέπουν που βαριέσαι, που είσαι έτοιμος να ακουμπήσεις το κεφάλι στο τραπέζι της καφετέριας κι επιμένει το τροχοφόρο ακάθεκτο.
Γι’ αυτό αν υποσυνείδητα κι εσύ το κάνεις, άθελά σου βέβαια, πρόσεξε γιατί η μοναξιά καραδοκεί. Μην μου ψάχνεις και τους λόγους μετά που δε σου απαντάνε τα τηλέφωνα.
Μονοτονικοί πολυλογάδες του κόσμου, έτσι για διαφορά, την επόμενη φορά προσπαθήστε να κάνετε διάλογο και ν’ ακούσετε τι έχει να σας πει ο άλλος. Ίσως μπορέσετε και να βοηθήσετε. Δοκιμάστε το κι ίσως σας αρέσει.