Αρνούμαι γενικά να συγχρονιστώ με τον χρόνο που φεύγει. Με τον χρόνο που τρέχει αυτόβουλα κι εγωιστικά, κατ’ ακρίβειαν. Και δεν τίθεται κάποιο θέμα επιπολαιότητας ή ανωριμότητας. Είναι που κάποια πράγματα πάντοτε θα αποδεικνύουν πως είμαι ανίκανη να τα χειριστώ όσο συγκροτημένο χαρακτήρα κι αν είμαι πεπεισμένη πως θεμελίωσα.
Όταν έχεις για ανάμνηση κι αιώνια συνοδεία κάποια χρόνια στην πιο τρυφερή εκδοχή τους, όταν είχες στην εφηβεία σου παντοτινή αγάπη ακόμα κι όταν όλοι ενδεχομένως πηγαινοέρχονταν στον δρόμο σου, όταν μεγαλώνεις και μαζί σου μεγαλώνουν κι αυτοί, τότε αντιλαμβάνεσαι πως κουβαλά ήδη στις πλάτες σου στεριωμένη και καθ’ όλα γερή δόση αγάπης.
Οι παππούδες σου. Ο παππούς κι η γιαγιά. Τι κι αν έμεναν λίγα τετράγωνα πιο πέρα, η πιθανή απουσία τους κάποιες μέρες την εβδομάδα ήταν για σένα απώλεια. Απώλεια χωρίς ίχνος υπερβολής ή αυθορμητισμού. Ήταν πάντα εκεί. Στα καλά, στα χειρότερα, στηρίζοντάς σε στα όμορφα θετικά σου μα κυρίως στα ομορφότερα αρνητικά σου.
Οι επιτυχίες σου ήταν γι’ αυτούς θρίαμβος κι οι αποτυχίες σου, αληθινό μαράζι. Ήταν πάντα εκεί και μεταξύ μας, δε σου άξιζε πάντοτε. Ήταν η δεύτερη επιλογή σου στο φαγητό που ήξερες ότι θα είχες έτοιμο μετά απ’ τις ιδιοτροπίες σου για την κουζίνα της μαμάς σου. Ήταν το δεύτερο σπίτι μετά τους τσακωμούς με τους δικούς σου. Ήταν το δεύτερο μεταφορικό μέσο όταν τα έβρισκες σκούρα για τις εξόδους σου, για το φροντιστήριό σου.
Ήταν ένα παντοτινό, ένα μόνιμο χαμόγελο φυλαγμένο μόνο για σένα ακόμα και σε περιόδους δύσκολες που όλα πρόσταζαν ακριβώς το αντίθετο. Δε λογάριασαν, βλέπεις, ούτε πόλεμο, ούτε τον ξεκλήρισμα απ’ τα σπίτια τους, ούτε τη φτώχεια, ούτε την οικογενειακή, ενδεχομένως, απομόνωση ή την απότομη ωρίμανσή τους που τους βρήκε μακριά απ’ τα γράμματα και πλάι στους βιοπαλαιστές γονείς τους συμβάλλοντας απ’ το δικό τους μετερίζι. Μετέτρεψαν, βλέπεις, τον πόνο σε αγάπη και βάλθηκαν να μας προσφέρουν όσα αποθέματα αγάπης είχαν και δεν είχαν κι όσα ίχνη ανθρωπιάς τους άρπαξαν. Μεταμόρφωσαν την τρυφερότητα σε ατελείωτο χάδι κι ήταν δίπλα σου ακόμα και στις γκρίνιες σου.
Μιλούσαν πολύ, συμβούλευαν. Μα κυρίως παρέδιδαν μαθήματα μέσα απ’ τη σιωπή τους γιατί οι εμπειρίες και τα ζόρια που διαφαίνονταν στα μάτια τους ήταν επαρκή για να σε κάνουν να καταλάβεις, για να σε παραδειγματίσουν. Όλα ήταν αβίαστα, η αγάπη τους, η θυσία τους, η αμέριστη υπομονή τους κάθε που αναγκάζονταν να μπουν στη μέση ακόμα κι όταν το δίκιο ήταν αντικειμενικά εναντίον σου.
Μεγάλωσες με ανθρώπους που έμελλαν να γίνουν για σένα πηγές σοφίας. Γι΄αυτό κι εσύ που μεγαλώνεις με τους παππούδες σου, έχεις ιδιαίτερη αδυναμία στους ηλικιωμένους. Έχεις μπολιαστεί πια με μία επιπλέον δόση ευαισθησίας, με μια μεγαλύτερη και πιο απλοϊκή αντιμετώπιση των καταστάσεων. Χαίρεσαι ιδιαίτερα όταν τους βλέπεις, επιζητείς την ευτυχία τους κι αντιδράς όταν τους λυπούνται. Δεν τα λυπάσαι τα βράχια παρά μόνο ευελπιστείς να είσαι εμπλουτισμένος με τη μισή τους δύναμη.
Κι όταν αρρωστούν, όταν καθίστανται ανίκανοι δέκτες του χρόνου, όταν οι δυνάμεις τους χάνονται, όταν δε θυμούνται και πολλά πια, ο κόσμος σου συνθλίβεται. Η ζωή σου αλλάζει, διαβαίνει πια με νέα δεδομένα. Μα αν είναι κάτι που θα έχεις για πάντα χαραγμένο στην μνήμη σου είναι εκείνα τα μάτια και τα χαμόγελα που κραύγαζαν σιωπηρά να επιμένεις για όσα ποθείς και να μη σταματήσεις ποτέ να ονειρεύεσαι όσα στραβά κι αν θελήσουν να σε παραγκωνίσουν απ’ τους στόχους σου.
Είμαι τυχερή που σας ζω, είμαι ευλογημένη που μεγάλωσα μαζί σας, είμαι υπερήφανη για τους δασκάλους που είχα δίπλα μου και το μόνο σίγουρο είναι πως έχω ένα μεγάλο έργο να συνεχίσω στη ζωή μου, μεταξύ άλλων και την αγάπη για τον άνθρωπο, τον αγώνα κόντρα στον οποιοδήποτε μανιασμένο καιρό.
Σας ευχαριστούμε.
Στον Χαρίλαο και στη Μαρούλα μου, στα διαμάντια που έχω την τιμή να ονομάζω παππούδες μου. Να μου χαμογελάτε κι αυτό μου αρκεί.
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη