Τρία χρόνια πριν, σε ένα Αθηναϊκό θέατρο στο Θησείο, η μέγιστη κυρία Ντίνα Κώνστα έμελλε να δώσει τα αναμενόμενα ρέστα στο ρόλο της ως Σωτηρία Μπέλλου. Γι’ αυτούς που δεν ήξεραν πολλά για την ιδιόμορφη μούσα του ρεμπέτικου, η βιογραφία της Σωτηρίας επί σκηνής με τη μορφή της Ντίνας Κώνστα, ήταν αρκετά για να συγκινηθούν, να προβληματιστούν και να συμπαθήσουν ένα πλάσμα με τόσο ταραχώδη ζωή καθ’ όλα τα χρόνια της. Για όσους δε, γνώριζαν για τη Σωτηρία, η παράσταση ήταν απλώς η επισφράγιση της περηφάνιας και των κριτηρίων που έθεσαν τη ρεμπέτισσα αναπόσπαστο κομμάτι της καρδιάς μας.
Μάγκας με τα όλα της, η Σωτηρία, το είχε άλλωστε αποδείξει αρκετά νωρίς, όταν ακόμα έφυγε απ’ το σπίτι της στη Χαλκίδα στα 17 της μόλις για να κυνηγήσει αυτό που πάντα της ταίριαζε, το τραγούδι. Αδιαφόρησε ολοκληρωτικά για τη βολεμένη ζωή της εύπορης οικογένειάς της γιατί γι’ αυτήν ήταν εγκαίρως αντιληπτό ότι όπλο της ήταν η δυναμικότητά της κι η φωνή της. Γι’ αυτά τα δύο μόνο δεν τα έβαλε κάτω ποτέ. «Η προσφυγοπούλα» Σοφία Βέμπω, ήταν απλώς η αφορμή για να μανιάσει για το όνειρό της, γι’ αυτό κι άρχισε να τη μιμείται παρόλα τα τιμήματα των επιλογών της.
Μια ζωή μέσα στα κύματα με τις φουρτούνες να ‘ναι κούνια της και γάλα της. Με μια συζυγική ζωή κόλαση, είχε φτάσει στα άκρα, όπως άλλωστε άρμοζε στο τόσο ατίθασο κι αναρχικό του χαρακτήρα της. Ρίχνοντας βιτριόλι στο πρόσωπο του άντρα της, ήταν εμφανές ότι η Σωτηρία δεν ήταν για συμβιβασμούς κι ας επέλεγε πολλές φορές επικίνδυνες διόδους.
Δεν απαρνήθηκε ποτέ την ομοφυλοφιλία της, κάτι που την κάνει ακόμα μεγαλύτερο μάγκα, συμμεριζόμενοι την αυστηρότητα μιας ψεύτικα ηθικής μα αμείλικτης, κοινωνίας. Τι κι αν μπήκε φυλακή, τι κι αν γνώρισε την οικογενειακή απομόνωση, η άναρχη ψυχή της δεν έμελλε να αναπαυτεί ποτέ στα εύκολα.
Ιδανικό παράδειγμα, η φυγή για δεύτερη φορά απ’ το πατρικό της. Γιατί κάποιες φορές η φυγή δεν είναι αδυναμία μα η μοναδική δύναμη που προστάζει η υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας όπως στην περίπτωση της λεβέντισσας που δεν ανέχτηκε λεπτό τον ξυλοδαρμό απ’ τους ίδιους τους γονείς της. Εμφανής λύτρωση, αφού η κάθοδος στην Αθήνα έγινε αφορμή για να συναντηθεί με τον Βασίλη Τσιτσάνη κι έπειτα εκτός των πολλών άλλων, με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Απόστολο Καλδάρα, τον Μανώλη Χιώτη.
Και κάπου εδώ, η συνέχεια είναι κάτι περισσότερο από διαχρονικά πλέον, γνωστή. Αγνή πατριώτισσα, αντάρτισσα, με ζωντανά βιώματα και καλλιτεχνικά αποτυπώματα απ’ τον Εμφύλιο, αντιπροσωπεύει με όλο το δέος και χωρίς καμιά αμφισβήτηση το χαρακτηρισμό του στρατευμένου καλλιτέχνη.
Γιατί μέσα στην αγριότητα και τη σαπίλα της κατοχής, η Σωτηρία είχε ακόμα τα αποθέματα ευαισθησίας που φώναζαν και ξεχύνονταν κάθε που ακουγόταν το «Συννεφιασμένη Κυριακή», το «Κάνε λιγάκι υπομονή», το «Εμείς θα ζήσουμε κι ας είμαστε φτωχοί» που μέχρι σήμερα είναι ικανό να δώσει πολύτιμο κουράγιο σε κάποιους που το έχουν ανάγκη.
Και παρόλη την ψυχική και σωματική της κόπωση, παρέμεινε αυθεντικά ρομαντική, δοτική και χωρίς όρους. Γιατί τραγουδούσε το «Οριν το χάραμα» και το «Μη μου ξαναφύγεις πια» και μέχρι σήμερα μπορεί ξεκάθαρα να εντοπιστεί η αξία της αγνής αγάπης που είχε μέσα της όσα κι αν είχε περάσει.
Η Σωτηρία κατόρθωσε να καταστήσει τις ερμηνείες της, καθρέφτη των απωθημένων της, κραυγές της, τα παράπονα ζωής, όπως αυτό με το παιδί που της στέρησαν οι γονείς της λέγοντας ψέματα ότι πέθανε. Γιατί η αλήθεια της ήταν τεράστια για να νικηθεί απ’ τα εμπόδια.
Δεν έλεγες κουβέντα μα φώναζες ηχηρά μέσα απ’ τη φωνή σου και το χαμόγελό σου που κράτησες μέχρι την τελευταία στιγμή στο δωμάτιο του Πειραιώτικου νοσοκομείου. Κι ίσως να είναι μεγάλη η ειρωνεία που το όπλο σου, η φωνή σου, το διαμάντι σου, σε πρόδωσε με τον καρκίνο του φάρυγγα μα Σωτηρία, δεν πρόκειται να ξεχαστείς ποτέ!
Κι όσο υπήρξαν καλλιτέχνες σαν κι εσένα, εμείς θα επιμένουμε περίτρανα πως γεννηθήκαμε σε λάθος εποχή.
Σε ευχαριστούμε!
Επιμέλεια Κειμένου Ήβης Παπαϊωάννου: Πωλίνα Πανέρη